Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για την νοοτροπία νικητή και την ικανότητα του Ρουμάνου στην διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, δηλαδή για τα στοιχεία που έχει ο ΠΑΟΚ και δεν έχει η ΑΕΚ.
Η εικόνα του αγώνα στα τελευταία περίπου 15’ αγωνιστικά λεπτά στο Ολυμπιακό Στάδιο είναι ένα μικρό ντοκιμαντέρ που δείχνει την διαφορά ανάμεσα στην ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ της σεζόν 2021-’22. Είναι ένα διάστημα παιχνιδιού που δείχνει καθαρά τα οφέλη που αποκομίζει ένας σύλλογος όταν συνεργάζεται με έναν προπονητή που έχει νοοτροπία νικητή και έχει στις βασικές δεξιότητές του την αποτελεσματικότητα στην διαχείριση των προσωπικοτήτων.
Στο 85’ο λεπτό του παιχνιδιού, κι ενώ ο ΠΑΟΚ παίζει με παίκτη λιγότερο από το 19’, ο Ραζβάν Λουτσέσκου κάνει τρεις αλλαγές για να φρεσκάρει την ομάδα του και επιλέγει να την ανεβάσει πιο ψηλά στο τερέν και να ζητήσει από αυτήν να επιτεθεί με περισσότερους παίκτες συγκριτικά με πριν. Είναι τέτοια η εμπιστοσύνη που έχει πλέον στην ομάδα του ο Ρουμάνος προπονητής, δηλαδή φτάνει να πιστεύει ότι αυτή δεν θα βρεθεί εκτεθειμένη και δεν θα δεχθεί γκολ ακόμη και αν παίζει με έναν παίκτη λιγότερο. Είναι τέτοιο το μήνυμα που περνάει προς τους ποδοσφαιριστές του διότι χτίζει αυτή τη νοοτροπία, τη νοοτροπία του νικητή. “Τι κι αν παίζουμε με έναν λιγότερο, πάμε για τη νίκη” επικοινωνεί με τις επιλογές του ο Λουτσέσκου προς τους ποδοσφαιριστές του. Και φτάνει να το κάνει αυτό επειδή ξέρει ότι αυτοί που έρχονται από τον πάγκο νιώθουν το ίδιο σημαντικοί με τους “βασικούς”, αλλά επίσης επειδή γνωρίζει ότι στο τερέν έχει ποδοσφαιριστές που είναι μονιασμένοι, ενωμένοι, έτοιμοι να τρέξουν και να δουλέψουν περισσότερο για να καλύψουν τον παίκτη που λείπει αλλά και τον διπλανό τους. Γνωρίζει ότι έχουν γίνει ομάδα.
Στο διάστημα που έπαιζαν 11 εναντίον 10 υπήρξαν στιγμές που ένας παίκτης του ΠΑΟΚ επιτέθηκε σε 3 ή 4 αντιπάλους του με την μπάλα και κατάφερε να πετύχει κάτι: να πάρει φάουλ ή να ολοκληρώσει μια επίθεση. Και αυτό συνέβη επειδή οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟΚ είχαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, μεγαλύτερο δυναμισμό, μεγαλύτερο πάθος, νοοτροπία νικητή.
Όλα τα παραπάνω δεν οφείλονται μόνο στο γεγονός ότι ο ΠΑΟΚ έχει στο ρόστερ του περισσότερους “πρωταθλητές” συγκριτικά με την ΑΕΚ. Οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι ο ΠΑΟΚ καθοδηγείται από έναν προπονητή που πεινάει για νίκες, ο οποίος δημιουργεί πολύ στενούς δεσμούς με τους ποδοσφαιριστές του και καταφέρνει αφενός να τους μυήσει στη νοοτροπία του και αφετέρου να τους κάνει να νιώθουν όλοι σημαντικοί και όλοι έτοιμοι να συμπεριφερθούν δίχως εγωισμό και να βάλουν το συμφέρον της ομάδας πάνω από το “εγώ”.
Όλα τα παραπάνω είναι στοιχεία που λείπουν από την ΑΕΚ, τόσο που να την έχουν οδηγήσει στη σημερινή κατάστασή της – να ανησυχεί αν θα καταφέρει ή όχι να κρατήσει ένα ευρωπαϊκό εισιτήριο. Η ΑΕΚ πάσχει σε αγωνιστική νοοτροπία όσο ακριβώς δείχνει η συμπεριφορά του τείχους στην εκτέλεση φάουλ από τον Γιάσμιν Κούρτιτς. Πάσχει όσο έδειξε η συμπεριφορά της στις φάσεις των γκολ που δέχθηκε από τον Παναθηναϊκό την περασμένη Κυριακή στην Λεωφόρο. Είναι ένα σύνολο που δεν πιστεύει στη νίκη, και ένα σύνολο που δεν έχει δέσει και γι’ αυτό δεν έχει τα βασικά στοιχεία της ομάδας: δεν έχει ποδοσφαιριστές που παίζουν ο ένας για τον άλλο και όλοι για το κοινό συμφέρον. Έχει ποδοσφαιριστές που νοιάζονται μόνο να μην παίρνουν ευθύνες, με όραμα το να μη τους καταλογίζονται ευθύνες.
Το τελευταίο δεκαπεντάλεπτο “εξηγεί” πολύ καλά για ποιο λόγο προσπάθησε το περασμένο καλοκαίρι ο Δημήτρης Μελισσανίδης να πείσει τον Ραζβάν Λουτσέσκου να υπογράψει στην ΑΕΚ. Αυτόν ήξερε, ως κάποιον ικανό να φτιάχνει νικήτριες ομάδες, αυτόν προσπάθησε να πάρει, και αν δεν είχε αποφασίσει ο Ιβάν Σαββίδης να υποβάλει μια τόσο μεγάλη προσφορά στον Ρουμάνο προπονητή αυτός θα είχε πει το “ναι” στην ΑΕΚ.
Για να μην μπερδευόμαστε, σε αυτό το σημείωμα δεν αγγίζω την ιδέα του παιχνιδιού, το αγωνιστικό μοντέλο, τα συστήματα που επιλέγει ο Λουτσέσκου για να βάλει τον ΠΑΟΚ να αμυνθεί ή να επιτεθεί, τις αλλαγές που κάνει στα παιχνίδια ή τις επιλογές που κάνει για την ενδεκάδα, ή τα mind games του. Αναφέρομαι μόνο στην νοοτροπία και στο man management. Σε αυτά τα δύο πεδία ο Λουτσέσκου είναι ένας εκ των κορυφαίων που έχουν περάσει από εδώ στην νεότερη ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Και επειδή είναι κάποιος με την προσωπικότητα για να επιβάλει την ηγεσία και τη νοοτροπία του σε έναν σύλλογο, είναι τελικά κάποιος που μπορεί να κάνει τη διαφορά. Πρέπει να είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι προπονητές που έχουν όλα αυτά τα στοιχεία και έχουν διάθεση να εργαστούν σε ένα πρωτάθλημα σαν το ελληνικό. Ο Σαββίδης έπαθε, έμαθε, και γι’ αυτό φρόντισε το περασμένο καλοκαίρι να τον κάνει “χρυσό” τον Λουτσέσκου για να τον ξαναφέρει στη Θεσσαλονίκη.