«Μου είπαν οι γιατροί πως πρέπει να ακρωτηριαστεί το πόδι μου, εγώ περίμενα να μου πουν να σηκωθώ, απλά να φύγω…»

«Όταν δεν ζεις κάτι, όταν το βλέπεις απ’ έξω, σου φαίνεται τρομερό και απίστευτο αλλά αυτό θέλω να περάσω στον κόσμο. Να είναι αυτό, αυτή η εμπειρία που πέρασα εγώ, μία υπενθύμιση να μην αμελήσουμε τη ζωή, να τα αφήνουμε για αύριο γιατί θεωρούμε πως έχουμε χρόνο. Δεν έχουμε χρόνο είναι η αλήθεια, ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα και πρέπει να ζήσεις στο φουλ γιατί όπως εγώ ξύπνησα μια μέρα και πήγα στην καθημερινότητά μου και ξαφνικά βρέθηκα σε ένα νοσοκομείο και δεν ήξερα πως θα εξελιχθεί, έτσι ο καθένας ξυπνάει και δεν ξέρει τι του έχει ξημερώσει.

Έχουν περάσει 10 χρόνια. Όπως έχω πει ξανά το κρατάω όλο αυτό που είχε γίνει ζωντανό μέσα μου. Λένε πως το παρελθόν πρέπει να το αφήνεις πίσω, εγώ όμως το κρατάω ζωντανό για να μου θυμίζει όλες τις δυσκολίες που έχω ξεπεράσει ψυχολογικά. Ειδικά οι στιγμές που έχω περάσει όταν ήμουν μόνος μου είναι πάρα πολύ σημαντικές για μένα, οπότε πολλές φορές στην καθημερινότητα μπορεί να το χάνω, να ξεχνάω αλλά το κρατάω ζωντανό όταν έχω προβλήματα. Όταν βγαίνω στον χαώδη κόσμο που ζούμε οι περισσότερο κάνω μία παύση, κοιτάζω φωτογραφίες μου ή σκέφτομαι στιγμές από τότε και λέω “Ώπα, θυμάσαι τι πέρασες τότε;”. Το επαναφέρω για να με βοηθήσει να ξεπεράσω άλλες δυσκολίες.

Έχω ένα καδράκι στο σπίτι, από όταν ήμουν στο αμαξίδιο, και το βλέπω κάθε μέρα πριν πάω στη δουλειά και αφού γυρίζω. Μου λένε οι γονείς μου να το βγάλω, να μην είναι εκεί, να το αφήσω. Το έχω εκεί για να μου υπενθυμίζει πως “Φίλε, ήσουν εκεί” και πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την υγεία, πως όλα τα άλλα είναι πταίσματα. Ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό. Αυτό, λοιπόν, που δεν με σκότωσε, τώρα που στέκομαι στα πόδια μου και είμαι υγιής, έχω μία δεύτερη ευκαιρία το παίρνω να το χρησιμοποιήσω.

Εγώ πέρασα ότι πέρασα, τώρα είμαι υγιής και δυνατός. Αν κάτι μπορώ να πω σε κάποιον θα ήταν πάρτη αυτή την εμπειρία, δες τη, ρώτησέ με ό,τι θέλεις και κοίτα όμως τι πέρασα, για να μην χρειαστεί να ζήσεις όσα πέρασα εγώ ή άλλοι άνθρωποι που έχουν περάσει δυσκολίες και σκέψου αν ήσουν σε αυτή τη θέση θα μπορούσες να επανέλθεις; Να βρεις τη δύναμη; Σου λέω, δηλάδη, πως έχεις μία ζωή τώρα χωρίς αυτές τις δυσκολίες οπότε πήγαινε ζήσε και μην περιμένεις τη μέρα που ίσως συμβεί κάτι και να σκεφτείς «έπρεπε να έχω ζήσει». Εγώ ήμουν τυχερός, προσπάθησα… όπως το πάρει ο καθένας. Αλλά τώρα το συνειδητοποιώ πόσο μικρά είναι όλα αυτά.

Σου μιλάω γι΄αυτά και μου έρχεται στη μνήμη Σάββατο πρωί, 23 Μαρτίου 2013, να πηγαίνω στη δουλειά μου και να παθαίνω τροχαίο. Αν με ρωτούσες, μπορούσα εγώ να το φανταστώ; Εγώ οδηγούσα μηχανή, έκανα αγώνες και έλεγα πως ξέρω να οδηγώ και τα πάντα. Και ξαφνικά ήμουν στο έδαφος και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Εν τέλει δεν ξέρουμε τίποτα. Το μόνο που μπορούμε να ξέρουμε είναι πως έχουμε μία ζωή με μοναδική υποχρέωση να τη ζήσουμε. Να φτάσει η στιγμή να μεγαλώσουμε και να πούμε πως ζήσαμε. Στα 19 μου που έπαθα το ατύχημα, μετάνιωσα για πράγματα που δεν είχα κάνει».

Πως έγινε το τροχαίο; Θυμάσαι στιγμές από τη σύγκρουση;

«Ήμουν χρόνια στις μηχανές. Ο πατέρας μου είχε αντιπροσωπεία με μοτοσυκλέτες και είναι και μηχανικός αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών. Εμείς, με τον αδερφό μου που έχουμε διαφορά οκτώ χρόνια, μεγαλώσαμε εκεί και μάθαμε και τη δουλειά. Το 2008 με τον αδερφό μου μπήκαμε στην πίστα, στο supermoto με αγώνες κανονικούς σε κατηγορίες παίδων και εφήβων, παράλληλα με το μπάσκετ που έπαιζα στο Α’ τοπικό. Οδηγούσαμε μηχανές μεγάλου κυβισμού και δύσκολα μηχανάκια, ξέραμε να τα καβαλάμε οπότε στον δρόμο μας ήταν πιο εύκολο.

Αυτό που ο πατέρας μου μας είχε πει πολλές φορές και ήταν ένας βασικός κανόνας ήταν το εξής: Θα μπαίνουμε στην πίστα με τον εξοπλισμό μας, τα κράνη μας, τις στολές μας, θα «σκοτωνόμαστε» εκεί, θα βγάζουμε το άχτι μας αλλά όταν θα βγαίνουμε στον δρόμο θα είμαστε οι μεγαλύτερες κότες. Γιατί υπήρχε η κόντρα τότε μεταξύ εφήβων, με τα μηχανάκια, αν και δεν συμμετείχα ποτέ σε τέτοιες κόντρες γιατί είχα πάρει αυτό το μάθημα. Στους δρόμους ήμουν πάντα κύριος και πάντα με τον εξοπλισμό μου.

Εκείνη τη μέρα είχα βγει το πρωί, γύρισα σπίτι να πάρω τον αδερφό μου να τον πάω προπόνηση. Βιαστικά, όπως κάνουμε στην καθημερινότητα, τον ανέβασα στο μηχανάκι χωρίς κράνος, χωρίς τίποτα. Μόνο το τιραντάκι της προπόνησης φορούσε. Τον αφήνω στο γήπεδο και αφού φεύγω, 100 μέτρα πιο κάτω, γίνεται το τροχαίο. Το λέω αυτό γιατί είναι πολύ σημαντικό το ότι είχα πάρει τον αδερφό μου 11 χρονών και δεν φορούσε τίποτα, θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα.

Μάλιστα, θυμάμαι εκείνη τη μέρα, πήγαινα στο μαγαζί του πατέρα μου για δουλειά και το απόγευμα είχαμε αγώνα μπάσκετ, φιλικό με την ΑΕΚ. Το θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτό γιατί είχα πολλή αγάπη στον προπόνητή μου κι εκείνη τη μέρα, όταν ήρθε στο νοσοκομείο να με δει, τον ρώτησα “Τι κάναμε κόουτς; Κερδίσαμε;”. Το θυμάμαι ακόμα και τώρα αυτό δηλαδή.

Αφού άφησα, λοιπόν, τον αδερφό μου ξεκίνησα την πορεία σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας. Όπως είμαι στην αριστερή λωρίδα και πηγαίνω, στα 100-200 μέτρα που πρόλαβα να πάω δηλαδή, ξαφνικά ήρθε ένα αυτοκίνητο και με πήρε σβάρνα. Πήγε να περάσει και τη δική του λωρίδα και τη δική μου, να κάνει αναστροφή να πάει στην άλλη λωρίδα ενώ βέβαια απαγορευόταν και η αναστροφή. Το χειρότερο από όλα είναι πως στο αμάξι, που το οδηγούσε μια γιαγιά μεγάλης ηλικίας δηλαδή, είχε στο παράθυρό της μια πετσέτα να μην χτυπάει ο ήλιος. Πετσέτα, όχι να βάλει του αυτοκινήτου το αντηλιακό, πετσέτα. Δηλαδή δεν έβλεπε τίποτα. Εκείνη τη στιγμή εγώ φρέναρα απότομα και όπως φρέναρα μου έσπασε το τιμόνι και ήρθε στη μέση μου και μετά έπεσα πάνω στο αυτοκίνητο και ράγισαν τα πνευμόνια μου, στη δεξιά πλευρά».

Πολύ τρομακτικό αυτό που περιγράφεις…

«Ναι, ήταν λίγο. Θυμάμαι πάρα πολλά πράγματα. Επειδή είχαμε πέσει και στην πίστα πολλές φορές, είχαμε γνώση της πτώσης, ήξερα πως βλέπεις αστεράκια. Όταν ήμουν κάτω είχα αυτή τη ζαλάδα, εκείνη τη στιγμή δηλαδή που περνάνε πάρα πολλά πράγματα από μπροστά σου, θυμάμαι να δυσκολεύομαι να αναπνεύσω δηλαδή είχα αισθήσεις αλλά αγκομαχούσα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ήρθε ο συνοδηγός του αυτοκινήτου, επίσης ηλικιωμένος, και προσπάθησε να μου βγάλει το κράνος και το έπιασε και το τραβούσε. Αυτό είναι απαγορευτικό και πρέπει και άλλοι να το μάθουν αυτό. Ο άνθρωπος πήγε να βοηθήσει, δεν ήξερε αλλά θα μπορούσε να έχει κάνει μεγαλύτερη ζημιά με αυτό, να κάνει ζημιά στον αυχένα. Όταν πήγε να βγάλει το κράνος, του χτύπησα το χέρι γιατί ήξερα από την πίστα πως δεν πειράζουμε τίποτα μέχρι να έρθουν διασώστες.

Μετά από λίγο το έβγαλα μόνος μου, βέβαια, γιατί δεν μπορούσα να ανασάνω και μετά απλά περίμενα. Προσπάθησα να σηκωθώ πολλές φορές, ένιωθα μούδιασμα ή μάλλον δεν ένιωθα τίποτα αλλά δεν καταλάβαινα τι ήταν εκείνη τη στιγμή. Δεν μπορούσα να σηκωθώ, ήμουν απλά κάτω, είχα τις αισθήσεις μου αλλά δεν μπορούσα να επικοινωνήσω γιατί δεν μπορούσα να ανασάνω. Θυμάμαι ανθρώπους εκεί γύρω μου να μου μιλάνε, να μου λένε πως θα πάνε όλα καλά και ήθελα να τους απαντήσω αλλά δεν μπορούσα.

Θυμάμαι και τον πατέρα μου… να έρχεται εκείνη τη στιγμή από το μαγαζί και να φωνάζει “Το παιδί μου! Το παιδί μου!”. Για περίπου μιάμιση ώρα ήμουν στην άσφαλτο, πέρασε τόση ώρα για να έρθει το ασθενοφόρο και κάναμε και μισή ώρα να φτάσουμε στο νοσοκομείο.

Πηγαίνουμε στο νοσοκομείο… θυμάμαι τη νοσοκόμα εκεί που πήγε να μου κόψει το μπουφάν, κατάλαβε ότι σκεφτόμουν το καλό το μπουφάν γιατί είχα καλή διάθεση με κάποιον τρόπο, και μου έκανε πλάκα ότι πάει το ακριβό το μπουφάν, χαμογέλασε και μου έλεγε “Ναι, τώρα θα στο κόψω”».