Ο Νίκος Γιαννακόπουλος μίλησε στο Gazzetta και «ξετύλιξε» το κουβάρι της καριέρας του. Από τις ακαδημίες του Αστέρα της Δ’ Εθνικής μέχρι τον Παναθηναϊκό και από τη χειρότερη χρονιά της ζωής του μέχρι τη… δικαίωση.
«Όταν φόρεσα πρώτη φορά τα γάντια του τερματοφύλακα ήξερα πως θα γίνω επαγγελματίας»«Στην Ιταλία έγινα τερματοφύλακας και στον Πανιώνιο… άνδρας»«Υπήρχε γκρίνια στον Παναθηναϊκό, κάναμε καλή δουλειά με Αναστασίου και Στραματσόνι»«Τη χρονιά που δεν είχα ομάδα όλες οι μέρες έμοιαζαν ίδιες»«Θέλω να τρυπήσω το ταβάνι μου»«Η προηγούμενη χρονιά ήταν η δυσκολότερη της καριέρας μου, όμως ποτέ δεν το έβαλα κάτω», είχε πει στο Gazzetta τον περασμένο Σεπτέμβριο ο Νίκος Γιαννακόπουλος μετά από μια ματσάρα που είχε κάνει κόντρα στην «αχτύπητη» εντός Μολδαβίας, Σέριφ. Περίπου οκτώ μήνες μετά o 30χρονος τερματοφύλακας αναδείχθηκε MVP της «Ευρωπαίας» πια Ζίμπρου Κισινάου, κορυφαίος «πορτιέρε» του πρωταθλήματος και πλέον κυκλοφορεί στην αγορά ως… ελεύθερος και ωραίος, ψάχνοντας μια ανώτερη πρόκληση.
Η σεζόν 2021-22 ήταν η πρώτη στην οποία δεν ήταν μέλος καμίας ομάδας από όταν εντάχθηκε στις ακαδημίες της Ελπίδας Τρίπολης σε ηλικία πέντε ετών και άρχισε να ερωτεύεται την μπάλα. Ο Αρκάς κίπερ δεν το έβαλε κάτω, δούλεψε, πήρε το πτυχίο του, βγήκε πιο δυνατός από μια «οδυνηρή» χρονιά και στη Μολδαβία έδειξε τον πραγματικό του εαυτό, οδηγώντας την ομάδα του στα προκριματικά του Conference League.
Μετά από μια διετία με μόλις μια συμμετοχή με τη φανέλα του Απόλλωνα Σμύρνης σε ένα ματς Κυπέλλου με την ΑΕΚ έπαιξε την σεζόν που ολοκληρώθηκε 25 φορές σε όλες τις διοργανώσεις, κράτησε την εστία του ανέπαφη στις 12 εξ αυτών και πήρε πολλές ατομικές διακρίσεις.
Ο ύψους 1.93 γκολκίπερ μίλησε στο Gazzetta και «ξετύλιξε» το κουβάρι της καριέρας του. Οι ακαδημίες του Αστέρα Τρίπολης της Δ’ Εθνικής, οι εμπειρίες σε Μπλάκμπερν και Ουντινέζε, το «ξεπέταγμα» στον Πανιώνιο, ο Παναθηναϊκός, οι Αναστασίου – Στραματσόνι και το ζήτημα της… εμπιστοσύνης.
«Όταν φόρεσα πρώτη φορά τα γάντια του τερματοφύλακα ήξερα πως θα γίνω επαγγελματίας»Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πότε έκανες τα πρώτα σου βήματα στο ποδόσφαιρο;
«Ξεκίνησα σε ηλικία 5-6 χρονών όταν γράφτηκα στις ακαδημίες της Ελπίδας Τρίπολης, μετά πήγα στα Kick Off και το 2005 πήγα στις ακαδημίες του Αστέρα Τρίπολης, στις οποίες ήταν προπονητής τερματοφυλάκων ο πατέρας μου».
Ήσουν πάντα τερματοφύλακας;
«Όχι, στα πρώτα μου χρόνια έπαιζα μέσα. Μέχρι τα 12 μου έπαιζα στο κέντρο και μεσοεπιθετικός, όμως μετά έβαλα τα γάντια και δεν τα έβγαλα ξανά».
Ποιος τερματοφύλακας ήταν το ίνδαλμα σου όταν ήσουν μικρός;
«Να σου πω την αλήθεια δεν τρελαινόμουν πάντα τόσο με τους τερματοφύλακες. Ο καλύτερος που έχω δει ήταν ο Μπουφόν. Με αυτόν μεγάλωσα, όμως ο αγαπημένος μου ποδοσφαιριστής ήταν ο Τόρες. Τον είχα και αφίσα στο δωμάτιο μου».
Από Έλληνες τερματοφύλακες;
«Ο Νικοπολίδης και ο Ελευθερόπουλος».
Πως ήταν οι ακαδημίες του Αστέρα εκείνη την εποχή;
«Τότε ο Αστέρας ήταν ακόμα στη Δ’ Εθνική και προφανώς δεν έχει σχέση με τις εγκαταστάσεις που έχει φτιάξει τώρα η διοίκηση. Με την πάροδο του χρόνου οι ακαδημίες τους εξελίχθηκαν σε όλα τα επίπεδα. Έφτιαξαν καλύτερες εγκαταστάσεις, περισσότερα γήπεδα και γυμναστήρια».
Πότε πήρες απόφαση πως θα γίνεις επαγγελματίας ποδοσφαιριστής;
«Από μικρός μου άρεσε το ποδόσφαιρο. Έβλεπα ποδόσφαιρο και μάζευα χαρτάκια panini. Όταν πήγε ο πατέρας μου στον Αστέρα και όταν φόρεσα πρώτη φορά τα γάντια του τερματοφύλακα ήξερα πως θα γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής».
«Στην Ιταλία έγινα τερματοφύλακας και στον Πανιώνιο… άνδρας»Μόλις στα 16 σου χρόνια έζησες την εμπειρία της Αγγλίας και πήγες στην Μπλάκμπερν. Πως προέκυψε;
«Είχε έρθει ένας σκάουτερ στην Τρίπολη και έψαχνε για τερματοφύλακα. Με ξεχώρισε και με διάλεξε. Έκανα προπόνηση με τις ρεζέρβες. Προπονητής τότε ήταν ο Σαμ Αλαρντάις. Είχα συμπαίκτη τον Φιλ Τζόουνς της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τον Γκραντ Χάνλεϊ που είναι αρχηγός της Νόριτς».
Πως ήταν σε αυτή την ηλικία να δουλεύεις σε αυτό το επίπεδο;
«Ήταν πρωτόγνωρο για εμένα. Πήγα από το… 1 στο 10 σε δευτερόλεπτα! Δεν είχα ξαναδεί αυτές τις εγκαταστάσεις. Ξενώνες, ξενοδοχεία, γήπεδα… Είχαμε ένα κοινό γήπεδο που παίζαμε με την πρώτη ομάδα».
Το 2011 έκανες νέο βήμα στο εξωτερικό, αυτή τη φορά στην Ιταλία για την Ουντινέζε…
«Με τους γονείς μου και τον πατέρα μου ψάχναμε πάντα επιλογές από το εξωτερικό και μέσω της εθνικής και της μικτής ομάδας. Εκεί με προσέγγισαν και μάνατζερ. Στην Ιταλία ουσιαστικά έγινα τερματοφύλακας, σε ηλικία 18 ετών».
Το 2012 μετακόμισες στην Αθήνα για τον Πανιώνιο. Εκεί έκανες το «μπαμ»;
«Στον Πανιώνιο έγινα άνδρας ποδοσφαιρικά. Μάκης Βενιαμίν, Θανάσης Κόης και Βαγγέλης Φιλιππής ήταν οι τρεις άνθρωποι που με βοήθησαν πολύ στην εξέλιξη μου. Στο δεύτερο εξάμηνο της πρώτης μου χρονιάς και στο πρώτο εξάμηνο της δεύτερης έκανα καλά ματς. Σε αυτό το διάστημα είχα προπονητές τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο, τον Κωνσταντίνο Παναγόπουλο και τον Νίκο Παντέλη. Με εμπιστεύτηκαν, έκανα αρκετές συμμετοχές, όμως μετά τραυματίστηκα στον μηνίσκο».
Προτιμάς την «θορυβώδη» ζωή στην Αθήνα ή την ησυχία της Τρίπολης;
«Σίγουρα θα προτιμήσω τη ζωή της Αθήνας επειδή έχει πολλές επιλογές. Η Τρίπολη είναι μια πόλη ήσυχη και αρκετά καλή αν έχεις οικογένεια».
«Υπήρχε γκρίνια στον Παναθηναϊκό, κάναμε καλή δουλειά με Αναστασίου και Στραματσόνι»Έπειτα από μια διετία στην Νέα Σμύρνη πήρες την μεγάλη μεταγραφή στον Παναθηναϊκό. Πως ήταν τότε η ομάδα;
«Είχαμε συζητήσεις με αρκετές ομάδες και τότε προέκυψε ο Παναθηναϊκός. Ήθελαν τερματοφύλακα επειδή είχε προβλήματα με τη μέση του ο Στιλ. Τότε είχαν παικταράδες όπως ο Μπεργκ, ο Πέτριτς και ο Ζέκα. Ο Πέτριτς μάλιστα με είχε πάρει στο δωμάτιο του στις αποστολές».
Πώς ήταν τα αποδυτήρια του Παναθηναϊκού;
«Υπήρχε υγεία στα αποδυτήρια, όμως υπήρχε και γκρίνια γύρω από την ομάδα. Είχαμε μείνει εκτός Ευρώπης από Μπριζ και Καμπάλα. Εκεί στράβωσε όλη η χρονιά. Υπήρξε γκρίνια, δεν υπήρχε εμπιστοσύνη. Για αυτό δεν έπαιζα και εγώ».
Πως ήταν ο Στραματσόνι ως προπονητής;
«Μπορώ να πω πως γινόταν καλή δουλειά και προσεκτική δουλειά όσο συνεργαστήκαμε. Την επόμενη σεζόν δεν ήμουν στην ομάδα και δεν μπορώ να ξέρω τι στράβωσε».
Τι δεν πήγε στον Παναθηναϊκό στην τελευταία σεζόν με τον Γιάννη Αναστασίου;
«Με Αναστασίου κάναμε πολύ υψηλού επιπέδου δουλειά, όμως δεν είχαμε τα απαραίτητα αποτελέσματα. Ο κόσμος, η διοίκηση και όλοι στον Παναθηναϊκό ζουν για τα αποτελέσματα. Αν δεν νικάς έρχεται η γκρίνια…»
Φέτος παρακολούθησες την πορεία του Παναθηναϊκού;
«Όχι πάρα πολύ επειδή παίζαμε περίπου τις ίδιες ώρες. Μου άρεσε το ποδόσφαιρο που έπαιξε και είχε ελληνικό στοιχείο, αλλά στο τέλος φάνηκε πως η ΑΕΚ έπαιζε καλύτερο ποδόσφαιρο και το πιο σημαντικό είναι πως είχε μεγάλο βάθος στο ρόστερ».
«Τη χρονιά που δεν είχα ομάδα όλες οι μέρες έμοιαζαν ίδιες»Μια σεζόν πήγες ως δανεικός και στην Κύπρο για τον Άρη Λεμεσού εκεί πήρες ξανά τα πάνω σου;
«Στην Κύπρο έκανα μια πολύ γεμάτη σεζόν. Διακρίθηκα επειδή πήρα εμπιστοσύνη από πρόεδρο και ομάδα. Υπήρχε υγεία σε αυτή την ομάδα».
Το 2017 έφυγες από τον Παναθηναϊκό, πήγες στην Κέρκυρα και η ομάδα δεν κατάφερε να σωθεί…
«Έφυγα ως ελεύθερος από τον Παναθηναϊκό και πήγα στην Κέρκυρα και πάλι με προπονητή τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο. Η ομάδα έπεσε επειδή είχε διάφορα εξωαγωνιστικά προβλήματα, όμως σε ατομικό επίπεδο έκανα καλή σεζόν».
Ο Ελευθερόπουλος σε επέλεξε στον Πανιώνιο και στην Κέρκυρα. Ποια είναι η άποψη σου για αυτόν;
«Έχουμε μια πάρα πολύ καλή σχέση με τον κόουτς. Τον εκτιμώ και αυτός εκτιμάει εμένα».
Πως ήταν το πέρασμα σου από τον Παναιτωλικό;
«Ο Παναιτωλικός είναι μια ομάδα συντονισμένη και οργανωμένη, όμως δεν με εμπιστεύτηκαν όπως θα έπρεπε. Σαν ομάδα στις πληρωμές, στην οργάνωση και στις εγκαταστάσεις είναι εξαιρετικοί. Όσες φορές έπαιξα ήμουν καλός. Γενικά έχω αποδείξει πως όταν μια ομάδα με εμπιστεύεται, βγαίνω MVP…»
Μετά ακολούθησε μια δύσκολη διετία για εσένα…
«Ήρθε η εποχή του Covid που ήταν δύσκολη για όλους. Βρήκα ένα συμβόλαιο στον Απόλλωνα, όμως έκανα μόλις ένα παιχνίδι. Ήταν μια όχι τόσο καλή φάση της καριέρας μου. Την επόμενη χρονιά από δική μου επιλογή διάλεξα να μείνω εκτός. Είχα προτάσεις από ομάδες, όμως δεν ήθελα να… κατέβω κατηγορία».
Πως ήταν η πρώτη σου χρονιά που δεν είχες ομάδα;
«Ήταν πολύ δύσκολο. Όλες οι μέρες έμοιαζαν ίδιες. Γύρισα μετά από χρόνια στην Τρίπολη. Το θετικό αυτή τη χρονιά ήταν πως αξιοποίησα το χρόνο που είχα και τελείωσα τη γυμναστική ακαδημία».
Πέρασε από το μυαλό σου πως ήρθε το ποδοσφαιρικό τέλος;
«Όπως είναι λογικό πέρασαν πολλές σκέψεις από το μυαλό μου αυτό το δύσκολο διάστημα, όμως δεν τα παράτησα ποτέ».
«Θέλω να τρυπήσω το ταβάνι μου»Πόσο εύκολη ήταν η απόφαση να πας σε ένα «ξένο» πρωτάθλημα, όπως της Μολδαβίας;
«Ήταν μια άμεση απόφαση. Ήταν 1-2 Ιουλίου, δεν είχα άλλη πρόταση και είπα να το ρισκάρω. Η Ζίμπρου αποδείχθηκε μια πολύ καλή επιλογή, όμως σαν χώρα, το πρωτάθλημά τους είναι αρκετά πίσω. Είχαμε το προπονητικό μας, το γήπεδο μας, όμως είχαμε θέματα, όπως στον εξοπλισμό και στην κατάσταση των αγωνιστικών χώρων».
Είναι η καλύτερη σεζόν της καριέρας σου;
«Για ακόμα μια χρονιά βρήκα ανθρώπους που με εμπιστεύονται. Είχα δυο εξαιρετικούς προπονητές τερματοφυλάκων. Με εμπιστεύτηκαν, μπήκα στην ενδεκάδα και δεν βγήκα ποτέ. Είναι η καλύτερη σεζόν μου μέχρι την επόμενη. Μετά την αποχή μου ήταν κάτι τρομερό για εμένα».
Ποιο ήταν το καλύτερο σου παιχνίδι;
«Το καλύτερο μου παιχνίδι ήταν το τελευταίο μου κόντρα στην Σέριφ. Μείναμε στην λευκή ισοπαλία και κάναμε το μεγάλο βήμα για την Ευρώπη. Ουσιαστικά κράτησα την ομάδα μόνος μου. Είχαμε έντεκα παιχνίδια να χάσουμε, τέσσερα παιχνίδια δεν δέχτηκα γκολ. Κατέβασα… ρολά σε κάποια ματς. Θεωρώ πως έπαιξα καθοριστικό ρόλο στην έξοδο της Ζίμπρου στο Conference League».
Γιατί έφυγες από τη Ζίμπρου μετά από μια τόσο καλή σεζόν;
«Έλυσα το συμβόλαιο μου και κοιτάω κάτι καλύτερο και πιο μεγάλο. Θα προτιμούσα στο εξωτερικό, όμως δεν θα με χαλούσε να επιστρέψω στην Ελλάδα».
Ποιοι είναι οι στόχοι σου για το μέλλον;
«Να έχω την υγεία μου και να απολαμβάνω το ποδόσφαιρο. Θα ήθελα να βρω μια ομάδα που να παίζει στην Ευρώπη και να κερδίσω μια κλήση στην Εθνική. Είναι το όνειρο κάθε ποδοσφαιριστή. Θέλω να ξεπεράσω τα όρια μου. Να τρυπήσω το ταβάνι μου».