Ο Μπόμπι Σμυρνιώτης έχει χαράξει μια μακρά και επιτυχημένη πορεία στον Καναδά και είναι έτοιμος για το επόμενο βήμα. Ο 45χρονος ομογενής κόουτς εξιστορεί το κουβάρι της επαγγελματικής του καριέρας, το ταβάνι του και τη φιλοσοφία του.
Ο Μπόμπι Σμυρνιώτης ήθελε πάντα να είναι κοντά στο ποδόσφαιρο. Δυστυχώς ένα χρόνιο πρόβλημα στο γόνατο (όπως εξιστορεί και στη συνέντευξη) σταμάτησε πρόωρα, αλλά δεν εγκατέλειψε τον χώρο.
Γι’ αυτό άρχισε την προπονητική καριέρα αφού πρώτα ακολούθησε σπουδές. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τον Ολυμπιακό, για το οποίο μόνο θετικά έχει να κρατήσει.
Ακολούθως επέστρεψε στον Κανάδα όπου έχτισε μια παραμυθένια έως τώρα πορεία. Τη δική του Σίγμα FC από την οποία έχουν ξεπηδήσει κάποια από τα μεγαλύτερα ταλέντα της χώρας μέχρι τη Forge FC την πιο πετυχημένη ομάδα στον Καναδά.
Ο 44χρονος ομογενής τεχνικός μιλά στο SPORT24 για όλη του την πορεία του, τις κρούσεις που δέχθηκε και την εθνική Καναδά στην οποία έφτασε πολύ κοντά να αναλάβει την τεχνική ηγεσία, αλλά και τη Stoiximan Super League, την οποία παρακολουθεί τακτικά.
Αρκετά τα θετικά από την πορεία μου στον Ολυμπιακό, με συμβούλευσαν να γυρίσω στον Καναδά και στη Forge ήρθε η πρώτη ευκαιρία
“Το ποδόσφαιρο ήταν η μεγάλη μου αγάπη από μικρό παιδί. Έπαιζα ποδόσφαιρο στον Καναδά στο Τορόντο και πάλεψα να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Δεν ήταν εύκολο εδώ, διότι για πολλά χρόνια δεν υπήρχε επαγγελματική λίγκα. Τότε κουβάλησα δύο βαλίτσες για την Ελλάδα για να δω αν μπορώ να παίξω ποδόσφαιρο. Τα πήγαινα καλά με τις σπουδές μου και πήρα υποτροφία για τις ΗΠΑ. Ωστόσο αντιμετώπιζα χρόνια προβλήματα με τα γόνατά μου και αποφάσισα να βρω την αγάπη της μπάλας με διαφορετικό τρόπο. Γι’ αυτό και αποφάσισα να γίνω προπονητής.
Το 2002 είχα τελειώσει το Πανεπιστήμιο στην κινησιολογία στη Βόρεια Αμερική και έψαχνα να κάνω ένα μεταπτυχιακό στο Sports Management. Ήμουν έτοιμος να πάω στο πανεπιστήμιο του Louisville που ήταν από τα καλύτερα master πάνω σε αυτό τον τομέα. Εκείνη την εποχή είχαν ανοίξει ένα τμήμα στην Αθήνα. Το θεώρησα ευκαιρία να έρθω στην Ελλάδα για μεγάλο διάστημα, έχω αγάπη για την πατρίδα μου. Ήταν πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες τότε και γι’ αυτό είχαν ανοίξει το τμήμα, οπότε το θεώρησα ευκαιρία.
Ξεκίνησα το μεταπτυχιακό και ένας συμμαθητής μου δούλευε τότε στον Ολυμπιακό. Έκανα κάτι σαν πρακτική, όχι μόνο στο γήπεδο ως δουλειά, άλλα έβλεπα και πώς λειτουργούν οι ακαδημίες. Τότε στον Ολυμπιακό τεχνικός διευθυντής ήταν ο Σάκης Δόκας που τον θεωρώ σαν πρώτο ποδοσφαιρικό μου πατέρα. Έμαθα πολλά, ήμουν 24 ετών τότε. Έμαθα πολλά εντός και εκτός γηπέδου, ήταν σαν να απέκτησα ένα ακόμα μεταπτυχιακό στην προπονητική μόνο και μόνο από αυτή την εμπειρία με αυτό τον άνθρωπο και άλλους ανθρώπους που δούλεψα μαζί.
Ήταν αρκετά τα θετικά. Ήμουν ένας ας πούμε ξένος σε μια ομάδα που στις ακαδημίες κατά κύριο λόγο ήταν πρώην ποδοσφαιριστές οι προπονητές. Σε αυτό τον χώρο μόνο αν άκουγες μάθαινες. Είχα μεγάλη αγάπη να προσφέρω αυτά που ήξερα με διάφορους παίκτες που είχα την ευκαιρία να προσφέρω. Απέκτησα εμπειρίες γνώσεις και θεωρώ ότι μπόρεσα να εξελιχθώ από αυτή τη διαδικασία.
Είχα τη σκέψη του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, θα ήταν ωραία να έμενα. Τότε αλλάξανε κάποια πράγματα στην ομάδα, ο συγχωρεμένος ο Σάκης Δόκας δεν πέρασε πολύς καιρός που είχε φύγει από τη ζωή, αν και με συμβούλευσε να γυρίσω στον Καναδά, να δουλέψω σκληρά και να κάνω τα δικά μου πράγματα.
Το 2004 μέσω ενός μάνατζερ του Γιώργου Καζιάνη ασχολήθηκα με τον Άγιαξ που έκανε κάποια camp στην Ελλάδα. Είχα αναλάβει να το διοργανώσω αλλά και να συνεργαστώ με τους προπονητές και έτσι άνοιξε μια μεγάλη πόρτα για μένα προς την καλύτερη εκπαιδευτική σχολή για μένα.
Μετά από αυτά τα camp αποφάσισα να γυρίσω τον Καναδά. Είχα επισκεφθεί δύο φορές τον Άγιαξ να δω πως δουλεύουν. Από εκεί μου είπαν να ξεκινήσω κάτι τέτοιο στον Καναδά και σκέφτηκα να δουλέψω με τα σωματεία που υπάρχουν εδώ στο κομμάτι των τμημάτων υποδομής.
Μέχρι πρότινος όταν ήμουν ποδοσφαιριστής στον Καναδά παίζαμε και όσοι είχαν το φυσικό ταλέντο γινόντουσαν ποδοσφαιριστές. Ο Καναδάς έχει πολύ ταλέντο, αλλά δεν υπήρχαν υποδομές. Κανείς όμως δεν ήθελε να δουλέψει σε αυτό το κομμάτι. Γι’ αυτό μαζί με τον αδερφό μου δημιουργήσαμε τη Σίγμα (Sigma) FC. Κάναμε κάποια προπονητικά camp με τον Άγιαξ το καλοκαίρι, μας βοήθησαν να αναπτυχθούμε.
Αυτή η ακαδημία έχει βγάλει περίπου 50 παίκτες, άλλοι 250 που πήραν υποτροφία σε πανεπιστήμια. Κάποιοι από αυτούς παίξανε και με την Εθνική στο Μουντιάλ. Οι Κάιλ Λάριν, Τέιζον Μπιουκάναν, Ρίτσι Λαρία ήταν τρεις εξ αυτών.
Με τα τρία αυτά παιδιά έχω εξαιρετικές σχέσεις. Ο Λάριν και ο Λαρία ξεκίνησαν στην ακαδημία από 11 ετών. Κάναμε μεγάλο αγώνα να προωθούμε τους παίκτες με υποτροφίες στο MLS, με δοκιμαστικά στην Ευρώπη. Αυτοί το πέτυχαν με σκληρή δουλειά. Πάντα είχαν ταλέντο, αλλά δούλεψαν σκληρά για να πετύχουν όσα πέτυχαν. Είχαν σωστή νοοτροπία, τους βοηθήσαμε κι εμείς ως προς αυτό θεωρώ.
Έγινε μια σπουδαία δουλειά και συνεχίζει να γίνεται. Το 2019 ξεκίνησα στη Forge στην καινούργια λίγκα, καθώς οι ιδιοκτήτες μου παρουσίασαν αυτό το πρότζεκτ”.
Ο Μπόμπι Σμυρνιώτης είναι λάτρης του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου, όμως έχει ένα συγκεκριμένο αυτοσκοπό που υπηρετεί αυτό το πλάνο.
Μου αρέσει το ποδόσφαιρο του Άγιαξ και με θεωρούν επιθετικογενή προπονητή, αλλά πάντα ως βάση σκέψης είναι η άμυνα
“Τα πρώτα έξι χρόνια στη Σίγμα ήταν δουλειά και γνώση για μένα. Έτρεχε κανονικά η ομάδα, αλλά εγώ κάποιους μήνες ήμουν στην Ευρώπη για να μαθαίνω. Πήγα σε Άγιαξ, Άλκμααρ, Γκενκ, Μαγιόρκα και άλλες ευρωπαϊκές ομάδες. Όπου υπήρχε ανοικτή πόρτα πήγαινα να μαθαίνω.
Για μένα, τους προπονητές που άφηνα πίσω στη Σίγμα και τη δουλειά με τους παίκτες. Να δούμε τι κάναμε, σε τι επίπεδο ήμασταν, τι χρειαζόταν να εξελίσσουμε, τι να διορθώσουμε. Έπρεπε να προσαρμοστούμε στους παίκτες του Καναδά. Έχω εμπιστοσύνη στο ταλέντο τους, ωστόσο ήταν πρόβλημα η έλλειψη υποδομής για την ανάπτυξή τους και του ποδοσφαίρου εν γένει.
Από τα ταξίδια και τις ομάδες που παρακολούθησα ο Άγιαξ με εντυπωσίασε περισσότερο γιατί μου άρεσε πολύ η ιδέα του στο ποδόσφαιρο. Το θετικό της ιδέας του και το αρνητικό. Έχω επηρεαστεί από τη φιλοσοφία του στη δημιουργία του κλαμπ. Η ιδέα του δεν αλλάζει από προπονητή ούτε από τον κόσμο. Είναι αυτό, όποιος έρχεται στο κλαμπ δουλεύει με συγκεκριμένη μεθοδολογία.
Ένα μικρότερο κλαμπ που κάνει φανταστική δουλειά στις υποδομές είναι το Γκενκ. Είχα κάνει πολύ καλή συνεργασία. Ο πρώτος βοηθός που είχα στη Forge ήταν μέλος της Γκενκ για 15 χρόνια. Γενικώς προσπάθησα να φέρω όλη αυτή τη γνώση στη Σίγμα FC για να βελτιωθούμε και εμείς. Με κάποια camp που κάναμε το καλοκαίρι και ερχόντουσαν προπονητές και τεχνικοί διευθυντές από τις μεγάλες χώρες στην Ευρώπη, χτίζοντας ένα δίκτυο για ανταλλαγή πληροφοριών και φιλοσοφίας.
Σε γενικές γραμμές μου αρέσει το μοντέλο του Άγιαξ, το οποίο οι Ισπανοί το πήραν και το εξέλιξαν παραπάνω. Βάλανε περισσότερη κινητικότητα στους παίκτες, εκτός από το παιχνίδι κατοχής ώστε να μπορούν να διασπάσουν πιο εύκολα την αντίπαλη άμυνα.
Με ποιον τρόπο; Αυτό που προσέθεσε είναι το άμεσο πρέσινγκ, η πίεση για την άμεση ανάκτηση κατοχής της μπάλας. Είναι απλό στη θεωρία στην πράξη όμως είναι πολύ δύσκολο. Μετά είναι το πώς είναι η ομάδα στημένη όταν θα χάσει την μπάλα. Να έχει μια συγκεκριμένη διάταξη όταν θα πιέζει για την μπάλα ώστε να μην κινδυνέψει να δεχθεί κάποια αντεπίθεση. Η διάταξη, το 4-3-3, είναι στην αρχή του παιχνιδιού. Μετά αυτό κατά τη διάρκεια του αγώνα αλλάζει.
Ό,τι κάνεις με την μπάλα πρέπει πρώτα να σκέφτεσαι στην άμυνα. Θεωρούμαι επιθετικογενής προπονητής, ωστόσο πάντα λέω ότι αυτό που κάνουμε στο γήπεδο σαν βάση της σκέψης μας πρέπει να έχουμε την άμυνα. Σαν προπονητής πρέπει να σκέφτεσαι τι θα κάνει η ομάδα στις 4-5 στιγμές που θα βρεθεί σε κίνδυνο όταν ξεφύγουν από το pressing. Η μπάλα θα πάει στο τέρμα”.
Στη Σίγμα έχουμε αρκετούς Ελληνοκαναδούς, στη Forge είμαι και τεχνικός διευθυντής όμως η αγάπη μου είναι στο γήπεδο
Γυρίσαμε τη συζήτηση πίσω στη Σίγμα FC, την ομάδα που σαν λογότυπό της είχε το ελληνικό γράμμα (Σ) και ιδρυτές δύο ομογενείς Έλληνες του Καναδά. Μια ομάδα που αποτέλεσε πόρτα και για τους ομογενείς Έλληνες του Καναδά, χωρίς φυσικά να απευθύνεται μόνο σε αυτούς
“Αυτοσκοπός μας όταν δημιουργήσαμε την ακαδημία ήταν να φέρουμε παίκτες να αναπτυχθούν στο ποδόσφαιρο. Φυσικά υπάρχουν και Έλληνες. Στον Καναδά υπάρχουν όλες οι φυλές του κόσμου και όλες οι φυλές αγαπούν το ποδόσφαιρο. Από τα 150 παιδιά που είναι στις ακαδημίες, οι Ελληνοκαναδοί είναι περίπου 15-20. Από τους προπονητές, τρεις επικεφαλής είναι Ελληνοκαναδοί.
Στη Σίγμα ήμουν υπεύθυνος για όλα τα τμήματα. Η πρώτη ομάδα παίζει σε μια κατηγορία κάτι σαν τη Γ’ Εθνική στην Ελλάδα. Ο σκοπός της ομάδας αυτής δεν είναι τόσο να κερδίζει αλλά να παράγει παίκτες και να τους δίνει στη Forge. Είναι δύο διαφορετικές ομάδες που ουσιαστικά λειτουργούν σαν μία.
Οι παίκτες της Forge που δεν έχουν χρόνο συμμετοχής παίζουν πολλές φορές στη Σίγμα, ενώ ισχύει και το ανάποδο. Η Forge δική της ακαδημία δεν έχει. Οι ομάδες ξεκίνησαν το 2019, φτιάχνοντας μια επαγγελματική ακαδημία. Εμείς είχαμε αυτό το συν ότι έχουμε αυτή την ακαδημία στα χέρια μου και έτσι η Σίγμα είναι η ανεπίσημη ακαδημία της Forge.
Το μοντέλο του προπονητή – τεχνικού διευθυντή που έχω αυτή τη στιγμή το επιλέξαμε στη Forge. Στην αρχή ήμουν μαζί με τον αδερφό μου τον Κώστα, συνεργαζόμασταν στη Forge. Αυτός σαν μάνατζερ βοηθούσε αρκετούς παίκτες που έβγαιναν από την ακαδημία. Αλλά στην Forge εγώ ανέλαβα τις δουλειές του γηπέδου για να το πούμε απλά κι αυτός τα εκτός γηπέδου.
Πριν από δύο χρόνια εκείνος αποχώρησε και ανέλαβε αντιπρόεδρος στη λίγκα. Σε εμάς η λίγκα ελέγχει πολλά πράγματα. Έχουμε salary cap, έχουμε roster cap και είναι υπεύθυνος σε αυτό. Έτσι τα ανέλαβα εγώ όλα, ό,τι έχει να κάνει με το ποδοσφαιρικό τμήμα. Η αγάπη μου όμως είναι το γήπεδο. Εκεί έχω το ερέθισμα της ευτυχίας. Την πιο πολλή χαρά.
Όλοι οι παίκτες ξέρουν ότι είναι επιλογή δική μου και του προσωπικού. Όταν τον επιλέγω έχω μια σιγουριά ότι θέλω να δουλέψω μαζί του και το ξέρει. Το χτίσιμο είναι κάτι που μου αρέσει. Φτιάξαμε μια επαγγελματική ομάδα από το μηδέν, πλην ενός υπερσύγχρονου γηπέδου. Βελτιώσαμε τις υποδομές του, φτιάξαμε μια καλή ομάδα. Ωστόσο η αγάπη μου είναι στο γήπεδο”.
Ο Καναδάς είναι μια καλή επιλογή για τον Έλληνα ποδοσφαιριστή, θέλω η Forge να προσφέρει γρήγορο και θεαματικό ποδόσφαιρο στο κοινό
Το ποδόσφαιρο στον Καναδά είναι άγνωστο σε γενικές γραμμές στο ελληνικό κοινό. Ο Μπόμπι Σμυρνιώτης μας παρουσίασε στη συζήτησή του κάποια από τα στοιχεία του ποδοσφαίρου, πάντα σε σχέση και με το επίπεδο της δικής του δουλειάς στη Forge.
“Όταν μια χώρα δεν έχει επαγγελματικό πρωτάθλημα, δεν υπάρχει στον ποδοσφαιρικό χάρτη. Το 2019 ήρθαν κάποιοι ιδιοκτήτες για να χτίσουν τη λίγκα. Υπάρχει μεγάλη μάζα παιδιών που παίζει ποδόσφαιρο στον Καναδά. Αυτό που γίνεται σιγά σιγά είναι η βελτίωση της υποδομής. Σαν επαγγελματικό πρωτάθλημα είναι ένα καλό επίπεδο και έχει εξέλιξη κάθε χρόνο.
Το επίπεδο του πρωταθλήματος θα το δεις στην Εθνική, αλλά και στις διεθνείς διοργανώσεις. Εμείς από τον πρώτο χρόνο παίζαμε εκτός Ευρώπης. Στο CONCACAF League, κάτι σαν το Europa League στη Βόρεια Αμερική, που ήταν ομάδες από Κεντρική Αμερική, Ονδούρα, Ελ Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα.
Τα τελευταία χρόνια παίζουμε στο αντίστοιχο Champions League και εκεί ξεφεύγουν τα πράγματα λίγο. Στο CONCACAF League φτάσαμε μέχρι τα ημιτελικά, πήραμε νίκες απέναντι σε πρωταθλήτριες, ομάδες δείχνοντας ότι είμαστε σε καλό επίπεδο ως μια νεοσύστατη επαγγελματική ομάδα.
Τώρα για το τι ποδόσφαιρο θα δει κανείς στην καναδική λίγκα, αυτό είναι του προπονητή, δεν υπάρχει συγκεκριμένο στυλ παιχνιδιού, κάτι που ξεχωρίζει στο πρωτάθλημα. Η Forge εύχομαι να προσφέρει γρήγορο, ωραίο και θεαματικό ποδόσφαιρο. Άλλες ομάδες μπορεί να παίζουν με κλειστές άμυνες και 4-5 αντεπιθέσεις εναντίον μας.
Αυτό το βλέπεις με την Εθνική ομάδα που αλλάζει η τακτική του ανάλογα τον προπονητή. Έχουν και πολλούς ποιοτικούς παίκτες. Ο Αλφόνσο Ντέιβις, ο Τζόναθαν Ντέιβιντ, ο Τέιζον Μπιουκάναν. Η εθνική Καναδά θα είναι στο προσκήνιο για οκτώ με δέκα χρόνια.
Τώρα σε σχέση με τις ομάδες του MLS και του Μεξικού υπάρχουν βήματα που πρέπει να γίνουν. Φέτος παίξαμε με την Τσίβας. Έχουμε 1.5 εκατομμύριο για παίκτες, ενώ η Τσίβας 30 εκατομμύρια. Ήμασταν πολλοί ανταγωνιστικοί. Την προηγούμενη χρονιά παίξαμε κόντρα στην Κρουζ Αζούλ, την ομάδα που αγωνίζεται τώρα ο Γιακουμάκης.
Ο Μπόμπι Σμυρνιώτης σε αγώνα της Forge κόντρα στην Τσίβας
ULISES RUIZ/AFP
Είναι δύσκολο να παίξεις εκεί, είσαι στα 2.500 μέτρα υψόμετρο και δυσκολεύεσαι να αναπνεύσεις. Τα Βέβαια είναι δύσκολη περίοδος που ξεκινάει το Champions Cup. Αρχίζει τον Φεβρουάριο, όταν εμείς και το MLS είναι σε προετοιμασία, ενώ οι ομάδες του Μεξικού ήταν στο μέσο της σεζόν τους. Είναι ένα δύσκολο τουρνουά, αλλά εμείς σαν Forge εκεί θέλουμε να παίξουμε και να διακριθούμε. Του χρόνου για έκτη φορά θα παίξουμε στο CONCACAF”.
Ο Καναδάς είναι μια ενδιαφέρουσα επιλογή για τον Έλληνα ποδοσφαιριστή για να ακολουθήσει καριέρα στο εξωτερικό. Αυτό είναι κάτι που επεσήμανε ο Μπόμπι Σμυρνιώτης κάνοντας αναφορά και στον ομογενή Ηλία Ηλιάδη, ο οποίος έχει περάσει από τη Σίγμα FC.
“Για τον Έλληνα ποδοσφαιριστή θεωρώ ότι είναι ένα καλό βήμα για την αρχή της καριέρας του. Να ευχαριστηθεί το ποδόσφαιρο, να μην έχει την πίεση που θα έχει στην Ελλάδα. Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει και πληρώνεσαι, ευχαριστιέσαι το παιχνίδι. Ο Κλωναρίδης που συνεργαστήκαμε στην Forge μου ανέφερε αυτό το θετικό. Δεν είπε ότι δεν ευχαριστήθηκε την Ελλάδα προφανώς, απλά εδώ είναι αλλιώς. Όπως το Τορόντο είναι πολύ διαφορετικό από την Αθήνα έτσι είναι και στο ποδόσφαιρο.
Τον Ηλία Ηλιάδη τον είχα στην ακαδημία. Είχα επαφή όσο ήταν στον Παναθηναϊκό, έχω επισκεφθεί και τον Παναθηναϊκό. Στην ομάδα του Μόντρεαλ δεν έπαιξε πολύ αλλά στην Οτάβα τα έχει πάει αρκετά καλά, είναι θετική η παρουσία του στη λίγκα”.
Έφτασα κοντά στο να αναλάβω την εθνική Καναδά, είμαι ανοικτός για ένα μακροχρόνιο πρότζεκτ σε Ελλάδα και Ευρώπη
Ακολούθως τον ρωτήσαμε για το τι πέτυχε η Forge φέτος που έφτασε μέχρι τον τελικό, αλλά δεν κατάφερε να διατηρήσει τα σκήπτρα της εκεί.
“Φέτος η ομάδα τερμάτισε πρώτη στην κανονική διάρκεια, κάτι που δεν πετύχαινε συχνά τα προηγούμενα χρόνια: Μέχρι πέρυσι η βαθμολογία στην κανονική διάρκεια δεν μετρούσε σε τίποτα. Ο πρωταθλητής έβγαινε μέσω των playoffs. Πέρυσι επειδή η CONCACAF έδωσε δεύτερη θέση στο Champions Cup κι έτσι από πέρυσι ο πρωταθλητής της κανονικής διάρκειας.
Μέχρι το 2022 σημασία είχε μόνο τι έκανες στα playoffs. Φέτος βάλαμε στόχο ότι πρέπει να τερματίσουμε πρώτοι για να εξασφαλίσουμε τη θέση. Πέρυσι είχαμε πολύ καλή ομάδα, αλλά κάποιες φορές η ομάδα είναι χορτασμένη από τους διαδοχικούς τίτλους.
Ήταν η έκτη συνεχόμενη χρονιά σε τελικό για την ομάδα μας. Είχαμε την ευκαιρία να σηκώσουμε το δεύτερο τρόπαιο τις χρονιάς (μετά από αυτό τις κανονικής περιόδου). Δυστυχώς δεν είχαμε το καλύτερο ξεκίνημα στον αγώνα με την Κάβαλρι και σε τέτοια παιχνίδια δεν έχεις το περιθώριο να χάσεις χρόνο. Οι παίκτες έκαναν μια μεγάλη προσπάθεια στο δεύτερο ημίχρονο αλλά τελικά δεν ήταν αρκετό στην ημέρα.
Όταν παίζεις στα Playoffs είναι σημαντικό να έχεις όλους το ροστερ έτοιμο. Δυστυχώς για εμάς έλειπαν ή δεν ήταν σε καλή κατάσταση έξι παίκτες και ίσως αυτό ήταν κάτι που δεν βοήθησε.
Ωστόσο η χρονιά ήταν πετυχημένη για την ομάδα σηκώνοντας ένα ακόμη τρόπαιο, εξασφαλίζοντας την συμμετοχή στο CONCACAF Champions Cup για το 2025 (6η χρονιά σε Concacaf tournaments).
Ως προπονητής ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα είναι τι θα αλλάξεις για να δώσεις κίνητρα στους παίκτες σου τακτικά και συναισθηματικά. Πέρυσι ήμασταν σούπερ από παίκτες, αλλά κάπου το χάσαμε. Βέβαια στα playoffs πήραμε το πρωτάθλημα. Φέτος πουλήσαμε κάποιους παίκτες, κάποιοι πήγαν Ευρώπη, κάποιοι MLS. Έτσι είχαμε μη χορτασμένους παίκτες που είχαν δίψα για διάκριση στο πρωτάθλημα αλλά και στο Κύπελλο του Καναδά που ήταν σημαντικό για εμάς.
Στο Κύπελλο αποκλείσαμε το Μόντρεαλ του MLS, νικήσαμε το Τορόντο εντός έδρας, αλλά μείναμε εκτός λόγω των εκτός έδρας γκολ, εδώ ισχύουν ακόμα. Δεν είναι εύκολο να κερδίζεις το Τορόντο, έχει τον Ινσίνιε και τον Μπερναντέρσκι στην ομάδα, το κάναμε στην έδρα μας. Ο στόχος μας είναι οι τίτλοι κάθε χρόνο και να πάμε καλύτερα στο CONCACAF Champions Cup, ώστε να βελτιωνόμαστε συνεχώς”.
Έξι χρόνια στην επαγγελματική λίγα του Καναδά ο Μπόμπι Σμυρνιότης ήταν υποψήφιος για προπονητής της χρονιάς. Ωστόσο τη φετινή κατάφερε να το κατακτήσει για πρώτη φορά το βραβείο. Η δουλειά του βέβαια έχει αναγνωριστεί, καθώς ]έφτασε πολύ κοντά στο να αναλάβει την εθνική Καναδά ή να κάνει το επόμενο βήμα για το MLS.
“Για το πρώτο σκέλος αυτό που έχω να πω είναι ότι το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό άθλημα και πρωτίστως σημασία έχουν οι ομαδικοί τίτλοι. Αν θέλαμε τα ατομικά βραβεία θα παίζαμε τένις ή ένα ατομικό άθλημα. Ωστόσο είναι πάντα μεγάλη τιμή να παίρνεις ένα βραβείο σε ατομικό επίπεδο, αλλά ποτέ δεν ανήκει σε ένα άτομο όταν ασχολείσαι με ομαδικό άθλημα. Είναι ένα βραβείο που ανήκει σε όλο το προπονητικό team και στους παίκτες που κάνουν την δουλειά μας σαν προπονητές να φαίνεται όσο πιο καλύτερα στο γήπεδο.
Η αλήθεια είναι ότι υπήρχαν συζητήσεις, με προσέγγισαν. Στο τέλος υπάρχουν οι αποφάσεις που έχει η κάθε ομάδα και η κάθε ομοσπονδία. Αλλά ναι έφτασα κοντά στο να κάνω το επόμενο βήμα.
Εγώ σαν προπονητής για να γίνομαι καλύτερος πρέπει να σκέφτομαι μεγαλύτερα. Θα βοηθήσω έναν παίκτη για το επόμενο βήμα. Το ποδόσφαιρο δεν έχει τέλος μέχρι να φτάσεις σε κάποια από τις μεγάλες ομάδες, τη Ρεάλ, τη Μάντσεστερ Σίτι, μπορούμε να συζητάμε όλη μέρα ποιο είναι το ταβάνι.
Υπάρχουν κάποια σκαλοπάτια μέχρι εκεί. Ένας προπονητής ή ένας παίκτης πρέπει πάντα να έχει προσδοκίες προς τα πάνω , είτε έρθει είτε όχι. Είναι ένας κινητήριος μοχλός για να προχωράς αυτή η πορεία προς την κορυφή. Αυτό θέλω να έχουν οι παίκτες, να έχουν αυτή την ενέργεια, αυτό το μότο για να μπορέσουν να εξελιχθούν.
Εγώ προσωπικά είμαι ανοικτός σε προοπτικές. Δεν θέλω για παράδειγμα μόνο το MLS επειδή είναι δίπλα. Στην Ελλάδα είναι δύσκολη για το ποιος ανοίγεται για ένα πρότζεκτ σωστό και μακροπρόθεσμο.
Και με την εθνική Καναδά έκανα συζητήσεις. Δεν θέλω να πάω κάπου για κάτι σύντομο, τρεις με έξι μήνες. Θέλω κάτι μακροχρόνιο. Έχοντας μιλήσει με ανθρώπους στην Ελλάδα σε γενικό πλαίσιο βλέπω ότι ο προπονητής έρχεται και φεύγει πριν τον μάθουν καλά καλά τι κάνει μέσα στο γήπεδο. Θα ήταν ωραίο αν μου τύχαινε ένα τέτοιο πρότζεκτ. Αλλά και αλλού στην Ευρώπη, όπως στο Βέλγιο”.
Σοβαρός προπονητής ο Γιοβάνοβιτς, θα ήθελα να παίζουν περισσότεροι Έλληνες στις ελληνικές ομάδες
Η συχνή αναφορά στο Βέλγιο μας έκανε να τον ρωτήσουμε αν έχει ξεχωρίσει κάτι συγκεκριμένο από αυτή τη χώρα.
“Αυτή η λίγκα ταιριάζει σε αυτό που δουλεύω. Πολλοί προπονητές και παίκτες έκαναν το επόμενο βήμα εκεί, αλλά και οι προπονητές. Τη γνωρίζω αρκετά καλά και με την Γκενκ όπως ανέφερα αλλά και με άλλα πράγματα. Τώρα το που θα φτάσω θα το δείξει η δουλειά μου. Μπορεί να μείνω στη Forge για 20 χρόνια.
Για τον προπονητή και τον παίκτη κάποιοι άλλοι αποφασίζουν. Εμείς πρέπει να κοιτάμε αυτό που πρέπει. Το 2018 δούλευα στις υποδομές παικτών στη Σίγμα και ήρθαν από τη Forge και μου ζήτησαν να αναλάβω το πρότζεκτ, χωρίς να έχω δουλέψει ποτέ με επαγγελματίες. Όλοι λέγανε ότι είναι ρίσκο.
Δούλευα όμως καθημερινά σε αυτό το κομμάτι και εξελίχθηκα, έφερνα καινοτομίες και ταξίδευα για να δω τον τρόπο δουλειά σας και να δω τι μπορώ να πάρω από αυτό. Είχα έρθει ξανά στον Ολυμπιακό επί Πέδρο Μαρτίνς για να δω τον τρόπο δουλειάς του. Στη Νότιγχαμ πήγα επίσης επί Στιβ Κούπερ, όπως και σε διάφορα κλαμπ στο Βέλγιο. Πρέπει να είσαι έτοιμος όταν έρθει το τηλέφωνο για να προχωρήσεις”.
Μιας και έζησε κάποια πράγματα με τον Πέδρο Μαρτίνς, ο Μπόμπι Σμυρνιώτης μάς ανέλυσε λίγα περισσότερα πράγματα για τον άλλοτε τεχνικό του Ολυμπιακού και νυν της Αλ Γκαράφα.
“Ο Μαρτίνς είναι πολύ οργανωμένος. Είχα καλές συζητήσεις με όλο το σταφ και είδα όλο τον σχεδιασμό της εβδομάδας. Στο γήπεδο λίγο πολύ όλοι είμαστε ίδιοι. Εμένα μου αρέσει να βλέπω την οργάνωση της εβδομάδας σε προπονήσεις, τις συζητήσεις με τους γυμναστές, τον Μουρίκη που για μένα είναι κορυφαίος στο είδος του.
Ο Μπόμπι Σμυρνιώτης
ULISES RUIZ/ AFP
Δούλευε συγκεκριμένα πράγματα, έβλεπες μια σοβαρότητα στη δουλειά του. Έμεινε τρία χρόνια στον Ολυμπιακό, που δεν είναι εύκολο για έναν προπονητή να μείνει τόσο. Δεν ξέρω αν ήταν σούπερ η ομάδα όλη την περίοδο, αλλά είχε μια σοβαρότητα. Για μένα οι ομάδες στην Ελλάδα σαν τον Ολυμπιακό, πρέπει να προσφέρουν γκολ και θέαμα, να διασπούν τις μαζικές άμυνες. Στην Ευρώπη θα το αλλάξεις για να πετύχεις κι εκεί τους στόχους σου”.
Για φινάλε της συζήτησης κρατήσαμε την άποψή του για το ελληνικό πρωτάθλημα, το οποίο παρακολουθεί στενά, παρότι έχει υποχρεώσεις στον Καναδά αλλά και μια διαφορά ώρας που πολλές φορές μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο.
“Το ελληνικό πρωτάθλημα είναι άνω – κάτω (γέλια). Έχει μπει ο Άρης στο πρωτάθλημα δυνατά για τη διεκδίκηση είναι από κοντά και ομάδες όπως ο Παναιτωλικός και ο Αστέρας. Αυτό είναι καλό υπάρχει ανταγωνισμός. Επίσης θα βοηθηθεί πολύ το ποδόσφαιρο αν οι ομάδες κάνουν καλά και υπερσύγχρονα γήπεδα όπως η ΑΕΚ πριν από μερικά χρόνια. Θα έχουν μεγαλύτερα οφέλη και θα μπορέσουν να επενδύσουν περισσότερα χρήματα, αναβαθμίζοντας το προϊόν τους.
Για κάποια χρόνια είχε πέσει λίγο το επίπεδο. Επίσης βλέπουμε μια Εθνική που πάει προς το καλύτερο. Είχε ξεκινήσει μια καλή πορεία με τον Πογέτ και συνεχίζει ακόμα πιο καλά με τον Γιοβάνοβιτς, που από ό,τι καταλαβαίνω είναι σοβαρός προπονητής και μπορεί να τα καταφέρει καλά. Απλά εγώ σαν ένας απ’ έξω θα ήθελα να παίζουν περισσότεροι Έλληνες και σε σημαντικούς ρόλους στις ομάδες. Αυτό θα βοηθήσει την Εθνική. Μη βασίζονται μόνο σε ξένους.
Αυτή τη στιγμή δεν έχω ξεχωρίσει κάποιους. Έχουν διαφορετικό στυλ. Ο Μεντιλίμπαρ κάνει πολύ καλή δουλειά. Στην Ευρώπη παίζει χωρίς μεγάλο ρίσκο και του βγαίνει. Ο Λουτσέσκου είναι ένας μαχητής – προπονητής και αυτό δείχνει η ομάδα του. Βλέπω ότι η ΑΕΚ του Αλμέιδα έχει χάσει λίγο την ταυτότητά της με τα τρεξίματα. Και εδώ όταν ήταν στη Σαν Χοσέ έβλεπες μια ομάδα που πίεζε ψηλά, με πολλά τρεξίματα. Κάποιες φορές χάνεται αυτό. Ο Παναθηναϊκός δεν πέτυχε πολύ με τον Αλόνσο, ίσως αλλάξει με το νέο προπονητή”.