Τσιούππης – Tsiouppis

Χατζάρας στο Gazzetta: «Εγώ, ο Θωμάς, ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός»

Χατζάρας στο Gazzetta: «Εγώ, ο Θωμάς, ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός»

Ο Γιώργος Χατζάρας επουλώνει τα σημάδια και τις πληγές της ψυχής του

στους Παναγιώτη Δαλαταριώφ
και Δημήτρη Σαμόλη

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΒΕΡΟΙΑ:

Δημήτρης Σαμόλης
Παναγιώτης Δαλαταριώφ
Βασίλης Τσίγκας
Κώστας Σωτηρόπουλος

Ο Γιάννης Παθιακάκης και ο Γιάννης Κυράστας τον έπεισαν να ταξιδέψει στην Αθήνα για να μιλήσει με τον Θωμά Μητρόπουλο. «Πήγαινε ρε μ@λ@κ@ στο ραντεβού και μη συμφωνήσεις». Δεν είχε σκοπό να υπογράψει. Μόνο να μιλήσει και να φύγει. Στο δρόμο για την Αθήνα η γυναίκα του έκλαιγε. Τελικά έδωσαν τα χέρια και έμελλε να γράψει ιστορία στο Αιγάλεω. Άνοδο στην Α’ Εθνική, ημιτελικά Κυπέλλου, έξοδο στο UEFA. Απίθανες ιστορίες, απολαυστικές στιγμές στο «Σίτι».

Λέει ότι θα μπορούσε να πάει στον Παναθηναϊκό ή τον Ολυμπιακό. «Όλοι με γούσταραν. Ήμουν η καλύτερη γκόμενα. Και την καλύτερη γκόμενα όλοι τη θέλουν, αλλά ανήκει σε κάποιον δυνατό. Δύσκολα πας να αγγίξεις, δεν πλησιάζεις». Το συναίσθημα τον οδήγησε στον Αρη. Λανθασμένη επιλογή, αλλά εκεί έζησε το παιχνίδι που δεν θα ξεχάσει ποτέ. Το 2009 ήρθε αντιμέτωπος με την κατάθλιψη. «Πέθαινα κάθε μέρα. Έλεγα “Θεέ μου, να κοιμηθώ πέντε λεπτά”». Σταμάτησε να ασχολείται με την προπονητική, γιατί θέλει να τον θυμάται ο κόσμος… λιοντάρι. Όχι γατί.

Το Gazzetta ταξίδεψε στη Βέροια κι αυτή είναι η εξομολόγηση του Γιώργου Χατζάρα. Αληθινός, αυθεντικός, συγκινητικός… Ενας άνθρωπος που σιχαίνεται την τελειότητα και λατρεύει εκείνους που έχουν δώσει μάχες και έχουν σημάδια. Ετσι κι αυτός. Σε μια σπάνια εξομολόγηση, επουλώνει τα σημάδια της ψυχής του.

«Γιωργάκη έλα στον Aρη, θα σου δώσουμε κακάο και ελβιέλες»
Πώς θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια;

«Ο μπαμπάς μου ήταν Αρειανός. Είχε ένα κουρείο στη Θεσσαλονίκη, στην Ίωνος Δραγούμη. Εκεί κοντά είχαν σκοτώσει τον Λαμπράκη, υπήρχε ο κινηματογράφος “Αλκαζάρ” κι ένα πάρκο. Όταν με έπαιρνε μαζί του, έπαιζα μπάλα με τ’ άλλα παιδιά. Ε, εκεί έτυχε να με δει ο Κλεάνθης Βικελίδης, ο οποίος ήταν φίλος του πατέρα μου. “Γιωργάκη έλα εδώ”, μου είχε πει. Με είχε ξεχωρίσει βλέποντάς με να παίζω. Ετσι μάζευαν τότε τα ταλέντα: Στις γειτονιές, στις αλάνες. Οι κυνηγοί ταλέντων τότε ήταν παλιοί ποδοσφαιριστές κυρίως. Ο Βικελίδης, λοιπόν, μου είπε: “Ελα στον Άρη, θα σου δώσουμε κακάο και παπούτσια ελβιέλες”.

Ετσι έγινε το “πάντρεμα” και πήγα στον Άρη. Το 1963 ήμουν 9-10 ετών. Ενστερνίστηκα τις Αρχές του Άρη. Μας μάθαιναν πολλά πράγματα, είχε και την Χριστιανική Ενωση, την ΧΑΝΘ. Δεν μας μάθαιναν αλητείες, μας έδωσε Αρχές ο Άρης».

Σε ποια θέση παίζατε;

«Τα παιδιά ήθελαν πάντα να παίζουν μπροστά. Αν δεις κανέναν να παίζει τερματοφύλακας θα πεις “αυτός κάτι έχει” ή θα ήταν κανένας χοντρός ή δεν θα μπορούσε να τρέξει. Τότε η μπάλα ήταν χαρά, δεν υπήρχε τηλεόραση, υπήρχε μόνο το ραδιόφωνο. Ακούγαμε μόνο τις “μεγάλες” ομάδες της εποχής: Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΑΕΚ κι όταν έπαιζαν και με τον Άρη, τον ΠΑΟΚ και τον Ηρακλή άκουγες κι αυτές, που ήταν οι μεγάλες ομάδες της εποχής. Αυτή ήταν η ρομαντική εποχή. Εχω συναντήσει όλα τα “θηρία” του Άρη. Ο Άρης ήταν εκλεκτό σωματείο, εκεί ήταν όλη η αφρόκρεμα της Θεσσαλονίκης. Είχε διαφορά απ’ όλους. Ήταν εκεί η ποιότητα της Θεσσαλονίκης. Μορφωμένοι άνθρωποι, ανοιχτά μυαλά, που είχαν κοινωνική αποδοχή. Στον Άρη υπήρχε αρχηγός Στρατού και Λιμενικού. Μορφωμένοι άνθρωποι που είχαν φτάσει κάπου. Ο Αλκέτας Παναγούλιας ήταν τεράστιος κι ως αθλητής κι ως άνθρωπος. Ήταν προπομπός κι αυτός που έδωσε αξία στο επάγγελμα του προπονητή, γιατί ήταν μορφωμένος.

Μπορεί σε γνώσεις να μην ήταν ο καλύτερος προπονητής, αλλά ήταν τεράστιος μάνατζερ. Είχε σπουδάσει πολιτικές επιστήμες. Τότε ο καθένας που ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο μετρούσε με τα χέρια. Ο Αλκέτας ήταν ο πρώτος. Μας έφυγε κι αυτός…». 

Τι θυμάστε από τον Αλκέτα Παναγούλια; 

«Με πρόσεχε απ’ όταν ήταν διερμηνέας του Μπίλι Μπίνγκαμ (προπονητής της Εθνικής από το 1971 ως το 1973 και του ΠΑΟΚ τη σεζόν 1977-1978). Αυτός έφερε επανάσταση στις Εθνικές ομάδες. Ήμασταν μια φουρνιά παικτών που μας πίστεψαν. Και του ΠΑΟΚ τα παιδιά όπως τον Γούναρη, τον Μπέλιο και του Άρη τα παιδιά όπως τον Φοιρό. Ήταν στο ανώτερο επίπεδο και ήταν κι έξυπνος. Βοήθησε πολύ».

Ήταν κι αυτός ατακαδόρος.

«Ναι ήταν φοβερός».

Πήρατε απ’ αυτόν δηλαδή;

«Όχι αυτό είναι έμφυτο. Εμείς μεγαλώναμε στις γειτονιές, παίζαμε μπάλα και πηγαίναμε σχολείο. Όταν παίζεις με παιδιά μικρότερης και μεγαλύτερης ηλικίας… ψήνεσαι. Και είναι λογικό. Γι’ αυτό βλέπεις ότι δεν υπάρχουν ταλέντα σήμερα. Όλοι σήμερα είναι βιομηχανοποιημένοι. Δεν υπάρχει φαντασία. Στις αλάνες πλάθεται η φαντασία σου. Βλέπεις ότι τα παιδιά των πλουσίων δεν παίζουν μπάλα. Θα παίξουν σκάκι ή θα πάρουν το κομπιούτερ τους… Τώρα τα παιδιά παίζουν μπάλα στα κομπιούτερ, όχι έξω. Εκεί είναι σούπερ, αλλά δεν κλωτσάει. Πρώτα δεν υπήρχαν αυτά. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν ταλέντα. Ίσως η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη, που θεωρούμαστε υποδεέστεροι και γι’ αυτό βγαίνουν ταλέντα που τα παίρνουν έξω. Βλέπεις Ελληνάκια στο εξωτερικό. Στην Αγγλία, στην Ιταλία δεν βγαίνουν ταλέντα… Η Ισπανία είχε μια καλή φουρνιά. Τα περισσότερα ταλέντα στην Γερμανία είναι οι Ιρανοί, οι Τούρκοι. Οι μετανάστες παίζουν μπάλα, αυτοί που έχουν χρήματα όχι. Ο φτωχός θα παίξει μπάλα και γι’ αυτό το ποδόσφαιρο είναι λαϊκό άθλημα».

«Παντού υπάρχουν οι μπαγάσηδες που τα παίρνουν»
Ναι κόουτς, αλλά θα έχετε ακούσει ότι κάποιοι παίζουν γιατί πληρώνουν οι πατεράδες τους.

«Υπήρχαν αυτά. Ετσι είναι η κοινωνία. Υπάρχουν οι καλοί, οι κακοί, οι μπαγάσηδες. Σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχουν κάποιοι που τα παίρνουν. Δεν υπάρχουν γιατροί που τα παίρνουν; Δικαστικοί; Αστυνομικοί; Παντού υπάρχουν. Ετσι και στο ποδόσφαιρο. Και μένα με είχαν πλησιάσει πατεράδες». 

Τι τους είπατε; 

«Ήμουν στο Αιγάλεω τότε. Είχαμε τη φιλοσοφία να παίρνουμε νέα παιδιά, να τα εκπαιδεύσουμε και να πάρουν αξία. Είχαν έρθει 1-2 πατεράδες, αλλά φυσικά τους είπα ότι δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Στο περιβάλλον του Αιγάλεω όμως υπήρχαν άνθρωποι που πουλούσαν εκδούλευση πάνω στο όνομά μου. Ελεγαν “ξέρω τον προπονητή” και τους έπαιρναν χρήματα. Κι αν αυτοί δεν έρχονταν σε μένα, δεν θα το έπαιρνα χαμπάρι. Εγώ έκανα τη δουλειά μου και αυτό που πίστευα. Το ίδιο έλεγα και στους μάνατζερ. Δεν ήθελα ούτε ένα ευρώ. Ξέρετε ποια ήταν η αμοιβή μου εμένα; Να μου φέρνουν καλό παίκτη. Το “προϊόν” εγώ θα το τσέκαρα. Αν δεν μου έφερναν το εργομετρικό του, δεν τον κοιτούσα καν». 

Πώς θυμάστε τους γονείς σας; 

«Οι γονείς μου ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες. Η μητέρα μου ήταν καθαρίστρια σε τράπεζα. Και μάλιστα αυτή η τράπεζα ήταν δίπλα στο ξενοδοχείο Αιγαίο. Αυτό το ξενοδοχείο το είχε ένας Τσόμος, που ήταν αντιπρόεδρος στον ΠΑΟΚ με πρόεδρο τον Παντελάκη. Σ’ αυτό το ξενοδοχείο δούλευε ο Κούδας κρουπιέρης. Από τότε γνωριζόμαστε με τον Κούδα. Και μιας και αναφέρθηκα στον Κούδα να πω ότι είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος και χαρακτήρας. Όταν παίζαμε αντίπαλοι δεν ήθελα καν να τον μαρκάρω. Λίγα ματς παίξαμε ως αντίπαλοι, αλλά υπήρχε τόσος σεβασμός… Θέλω να πω ότι ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου μπορεί να σε κάνει να μην μπορείς να αντεπεξέλθεις ούτε αγωνιστικά. 

Ο πατέρας μου ήταν μπαρμπέρης, κουρέας. Ήμουν από μια οικογένεια μεροκαματιάρηδων, που φρόντιζαν τα παιδιά τους, ήθελαν να μορφωθούν. Ήμουν πολύ καλός μαθητής, πήγαινα στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης. Σ’ αυτό το σχολείο πήγαιναν κι ο Χάρης Παπαγεωργίου, ο Αλεξανδρής, ο Ιωαννίδης ο Γιάννης. Ήμουν μαθητής του 15. Τότε το να πάρεις αυτόν τον βαθμό ήταν φοβερό. Τότε οι κατευθύνσεις ήταν πρακτικό και κλασικό. Εγώ είχα πάρει την κλασική κατεύθυνση, έγραφα καλές εκθέσεις». 

Ατάκες και στις εκθέσεις; 

«Ναι… Τις διάβαζαν τις εκθέσεις μου. Μου αρέσει η ιστορία, τα αρχαία ελληνικά. Ήμουν θιασώτης του κλασικού, μου άρεσε. Δεν τα πήγαινα καλά με την τριγωνομετρία. Γεωμετρία ήμουν καλός, όπως και στη φυσική. Στη χημεία, στην άλγεβρα και στην τριγωνομετρία… πω πω πω. Πέρασα γυμναστική ακαδημία και μάλιστα χωρίς εξετάσεις γιατί ήμουν διεθνής. Στο εξάμηνο εγκατέλειψα». 

«Σταμάτησα το Πανεπιστήμιο γιατί ο Στάνκοβιτς με ήθελε τα πρωινά στις προπονήσεις» 
Γιατί; 

«Είχαν προπονητή στον Άρη τον Στάνκοβιτς, ο οποίος με ήθελε πρωί στις προπονήσεις. Τρελάθηκα, δεν μπόρεσα να αντέξω. Τότε έπρεπε να πηγαίνεις και πρωί και απόγευμα στο Πανεπιστήμιο, στο Καυτανζόγλειο. Δεν είναι όπως τώρα που είναι διακοπές.

Κάναμε κάτι ασκήσεις λες και ήμασταν λοκατζήδες. Ακούστε να σας πω, χαίρομαι που είστε νέα παιδιά και μιλάω με νέα παιδιά. Μιλάω για πράγματα που εσείς δεν τα έχετε ζήσει». 

Και στο εξάμηνο, λοιπόν, τα παρατήσατε στη σχολή. 

«Ναι, παρέδωσα. Μου έλεγαν: “Ελα ρε Γιώργο είσαι καλός”. Εγώ όταν πήγα στις σχολές προπονητών ήμουν αριστεύσας. Η πρώτη σχολή που πήγα ήταν το 1985, όταν ήμουν 30 ετών σταμάτησα. Δεν ήθελα να βλέπω τη μπάλα. Ετσι σταμάτησα κι ως προπονητής. Είδα το περιβάλλον και είπα “άστο”. Το ποδόσφαιρο μπορεί να σε ξεφτιλίσει». 

Τι δεν σας άρεσε όμως και σταματήσατε;

«Η μπάλα, ρε παιδιά, είναι ένας μύθος. Οι αξίες δεν χάνονται. Για να κάνεις την πολύ μεγάλη καριέρα θα πρέπει να υπάρξουν και συγκυρίες. Να τύχεις σε καλούς παράγοντες, σε καλούς προπονητές, σε καλές ομάδες. Ξέρετε πόσα ταλέντα υπήρξαν και χάθηκαν; Δεν είχαν όλοι την ίδια τύχη. Προτεραιότητα είχαν αυτοί που έπαιξαν σε “μεγάλες” ομάδες. Εκεί θα σε προσέξει αυτός που θα σε καλέσει στην εθνική, ο δημοσιογράφος… Δηλαδή, τον παίκτη που έπαιζε σε επαρχιακή ομάδα δεν τον καλούσαν. Μόλις θα πήγαινε στον Ολυμπιακό ή στον ΠΑΟΚ, τον καλούσαν. Ο ίδιος δεν ήταν; Ε, είναι αυτά τα πράγματα. Τότε υπήρχαν προπονητές που δεν ήξεραν τι έκαναν. Το ότι γλίτωσα με 3-4 χειρουργεία είναι θαύμα. Σε ξυπνούσε ο άλλος 6 το πρωί και σου έλεγε: “τρέξτε”. Ρε, 6.30 το πρωί ούτε καφέ δεν πίνεις. Δεν είναι έτοιμος ο οργανισμός να αντεπεξέλθει. Τρέχαμε σε κάτι τσιμέντα… Ήμασταν πιασμένοι παντού, μέχρι και στ’ αυτιά είχαμε θλάση. Και δεν ήταν μόνο αυτό, παίζαμε και σ’ ένα πρωτάθλημα, ΟΠΑΠ λεγόταν, με 40 βαθμούς Κελσίου. Αυτά ήταν βασανιστήρια. Αν ήθελες να τιμωρήσεις κάποιον τον έβαζες να παίξει εκεί. Ήταν απάνθρωπο αυτό».

«Βλέπω να γράφουν “αυτός είναι σχολή Κολωνίας” και γελάω»
Αντιδράσατε ποτέ σ’ αυτά;

«Δεν ξέραμε… Επειδή το έκαναν όλοι, νομίζαμε ότι ήταν κάτι το φυσιολογικό. Μαθαίνεις μετά, όταν πηγαίνεις στις σχολές. Εκεί αναθεώρησα. Υπήρχε προπονητής, που ήταν και σε μεγάλη ομάδα, που ξυπνούσε τους παίκτες στις 6 το πρωί και στις 6.30 έκανε πλειομετρικές ασκήσεις. Ξέρετε τι είναι αυτό; Αλματα 6.30 το πρωί! Ούτε το μαλλί σου δεν κάνεις έτσι. Αυτές ήταν οι γνώσεις τους. Ποια προπονητική αγωγή; Δεν υπήρχε τίποτα. Υπήρχε εργομετρικό τότε; “Αντε τρέξτε όλοι μαζί”, έλεγαν. Εκεί που έκανες γενική αντοχή, μπορεί να ήταν ειδική αντοχή. Βάρη; “Πάρτε ο ένας τον άλλον στην πλάτη και τρέξτε”. Σε μια προπόνηση είχα πάρει μια μεγάλη πέτρα και έτρεχα στη ανηφόρα. Δεν ήμουν λοκατζής, ούτε ναυαγοσώστης, ούτε το ΕΚΑΒ. Πιάναμε μπάλα έναν μήνα μετά. Κι αυτά δεν θα τα ακούσετε από κανέναν, γιατί όλοι τα ωραιοποιούν. Παλιά, προπονητικά, υπήρχε μεσαίωνας. Γιατί δεν υπήρχε εκπαίδευση ρε παιδιά. Όσοι είχαν διπλώματα ξέρετε τί έκαναν; Πήγαιναν στη Γιουγκοσλαβία, έδιναν 200 μάρκα και έφερναν ένα δίπλωμα για να οδηγήσει στο φεγγάρι. Τότε έδιναν. Ελεγαν “α, αυτός είναι από τη σχολή της Γιουγκοσλαβίας”. Όπως λένε σήμερα “αυτός είναι από τη σχολή Κολωνίας”. Τα βλέπω και γελάω. Τα γράφουν κι οι εφημερίδες.

Παλιά υπήρχαν οι σχολές. Δηλαδή το στιλ. Ολλανδικό, βραζιλιάνικο και τα λοιπά… Τώρα, η ύλη της UEFA είναι ίδια. Αυτά που διδάσκονται στην Ουγκάντα, στην Αργεντινή, στη Γαλλία είναι ίδια. Όλοι αυτήν την ύλη διδάσκονται. Σας το λέει ένας προπονητής με έξι ανανεώσεις στο UEFA Pro. Είμαι σαν έναν προπονητή καράτε με μαύρη ζώνη και έξι νταν. Είμαι από το 2006, από τους πιο παλιούς. Και τι είναι το Pro; Ενα μέγιστο δίπλωμα, διαβατήριο, είναι διεθνές δίπλωμα. Παλιά αυτά δεν υπήρχαν. Ακούστε να σας πω κάτι. Ο Τέλης Μπατάκης οργάνωσε τις σχολές και μας έδωσε κάποια αξία. Αυτός μας οδήγησε στις σχολές της UEFA. Το 1998-1999 η ΕΠΟ είχε πάρει την εξουσιοδότηση για να μπορεί να στέλνει προπονητές και να παίρνουν το δίπλωμα Α’. Αυτό ίσχυε μέχρι το 2005. Για να δουλέψεις στο εξωτερικό όμως έπρεπε να έχεις το Pro.

Ο Μουρίνιο όταν έφυγε από την Τσέλσι την πρώτη χρονιά δεν είχε το Pro. Αυτό ο Αμπράμοβιτς το ήξερε και δεν ήθελε να του δώσει αποζημίωση. Ετσι, ο Μουρίνιο έπαιρνε το ελικόπτερο, πήγαινε στη Σκωτία και το πήρε. Του πήρε αποζημίωση 22 εκατ. ευρώ. Τότε έγινε διαμαρτυρία στην UEFA και βγήκε ότι πρέπει ο κάθε προπονητής να πηγαίνει στη χώρα του και να παίρνει το δίπλωμα. Το ξέρετε ότι το 2013 ο Μπάγεβιτς δεν είχε το Pro; Είναι γνωστό αν δεν κάνω λάθος».

Να μπω να προπονήσω; Σκότωσέ με καλύτερα» 

Κάθε πότε πρέπει να κάνεις ανανέωση στο UEFA Pro;
 
«Κάθε τρία χρόνια. Εγώ τώρα πρέπει να κάνω πάλι, αλλά μπορεί να μην την κάνω. Θα γίνει η διαδικασία μέσω υπολογιστών και δεν το χρειάζομαι πλέον, αφού σταμάτησα».
 
Αν σας δοθεί η ευκαιρία δεν θα πάτε;
 
«Να μπω μέσα στο γήπεδο να προπονήσω; Εγώ; Ποτέ! Σκότωσέ με καλύτερα. Δεν θέλω καθόλου».
 

Γιατί τόσο πολύ;

«Γιατί έχω δει τι γίνεται και μου γύρισαν τα μυαλά. Δηλαδή, να πάω να σκοτωθώ εγώ με τον παράγοντα; Αυτοί μπαίνουν στα αποδυτήρια και σου λένε πως θα παίξεις. Ο Αρβανιτίδης που πουλάει κρεμμύδια και πατάτες, έπαιρνε την κιμωλία και έλεγε “θα παίξεις έτσι”. Ε, εντάξει κάποιοι το δέχονται, εγώ δεν το κάνω. Εγώ ήμουν και προϊστάμενος στην ΔΕΗ, είναι μεγάλη υπόθεση να είσαι οικονομικά ανεξάρτητος. Τους έλεγα έχω μια βαλίτσα: “Είμαι έτοιμος”. Βέβαια, έμεινα εννέα χρόνια στο Αιγάλεω. Τότε ο Γκέραρντ μόνο ήταν 13 χρόνια στον ΟΦΗ. Eίχε και ιδιαίτερη σχέση με τον Θεόδωρο τον Βαρδινογιάννη. Είχα ακούσει ότι ήταν το καλύτερο παιδί – δεν τον γνώριζα. Όπως ο Θωμάς Μητρόπουλος μού είχε πει ότι ο Γιώργος Βαρδινογιάννης ήταν μπεσαλής, μου έλεγε τα καλύτερα. Στην παντοδυναμία του πήρε πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός, η Λάρισα… Το ποδόσφαιρο κάποτε ήταν το Σαββατοκύριακό μας, η Κυριακή μας. Από τη στιγμή που μπήκε το στοίχημα, η μπάλα έγινε η κότα με το χρυσό αυγό. Δεν υπάρχει άλλη κότα που να κάνει τόσα χρυσά αυγά όπως το ποδόσφαιρο. Προσελκύει πολλά λεφτά και όπου υπάρχουν πολλά λεφτά αλλοιώνεται το πράγμα. Χάνεται το συναισθηματικό. Παλιά υπήρχε μόνο συναίσθημα. Όσο μπαίνουν τα χρήματα αποχωρεί το συναίσθημα. Εμένα δεν μου αρέσει η μπάλα; Με συγκινεί ρε. Λέω στον εαυτό μου: “Καλά ρε μαλάκα, εσύ δεν μπορούσες αν δεν μύριζες αποδυτήρια”. Να, σήμερα παίζει η Βέροια και δεν θα πάω. Δεν πάω, δεν με συγκινεί πια. Τέλος. Ασε με ρε, θέλω να δω στρέιτ πράγματα. Προτιμώ να πάω να δω ματς στο τοπικό και το ματς να είναι γνήσιο. Σας τα λέω αυτά γιατί δεν έκανα εγώ χωρίς ποδόσφαιρο. Ήθελα να πάρω μυρωδιά. Αν ήθελες να με κλείσεις στο σπίτι σου έλεγα “σκότωσέ με”».

«Ελεγαν ότι είμαι σκληρός, αλλά έχω καρδιά μαρουλιού»
Η γυναίκα σας πώς διαχειρίστηκε το πάθος σας με το ποδόσφαιρο; 

«Η γυναίκα μου με έχει βοηθήσει, είμαστε μαζί από το 1981. Με υπομένει ρε, είναι ηρωίδα. Ήρωας ρε πούστη μου. Μεγάλωσαν με αξιοπρέπεια τα παιδιά μου. Ο γιος μου έχει ένα γυμναστήριο εδώ, έχω δύο εγγόνια απ’ αυτόν, τον Γιώργο και την Ζωή κι η Αθηνά η κόρη μου είναι ηθοποιός, είναι παντρεμένη και έχει ένα κοριτσάκι. Εχει μαγαζί στο Παγκράτι με ξηρούς καρπούς, λουκούμια και καφέδες. Πηγαίνω στο Παγκράτι αλλά δεν μου αρέσει, έχει πολλές ανηφόρες και εγώ έχω το γοφό μου. Αν κάνετε οικογένεια να κάνετε και τα “θέλω” σας, σας τα λέω εγώ που ήμουν αντάρτης. Να κάνετε και τα “θέλω” σας γιατί αλλιώς θα είστε δυστυχισμένοι. Να μην πειράζουν όμως τα “θέλω” σας τα “πρέπει”. Όταν ερχόντουσαν γιορτές και έπρεπε να πάμε σε μία θεία, τρελαινόμουν. Ήθελα πιο ελεύθερα πράγματα, να κάνω αυτά που ήθελα.

Όταν με υποχρέωναν να πάω κάπου αντιδρούσα πάντα. Και είναι μεγάλη υπόθεση να σε χαρακτηρίζει κάτι. Μπορεί πολλοί να έλεγαν ότι είμαι σκληρός, αλλά η καρδιά μου είναι μαρούλι. Ήταν η κάλυψη. Όπως συμβαίνει με τους καλύτερους κωμικούς. Οι περισσότεροι έχουν πόνο στην καρδιά τους και το γέλιο είναι η ασπίδα τους.

«Ο Παθιακάκης έπαιζε ποδοβόλεϊ με τα σύρματα στο στήθος» 
Κόουτς, θυμάστε κάποια ιστορία που δεν έχετε πει; Ευχάριστη ή δυσάρεστη.

«Δυσάρεστη είναι όταν χάθηκε ο Παθιακάκης. Ήμουν στην προπόνηση. Εγώ, ο Παθιακάκης κι ο Κυράστας ήμασταν “αδέρφια”. Και πνευματικά αδέρφια, γιατί είχαμε και τον ίδιο πνευματικό. Ήταν κι ο Φοιρός στην παρέα. Πέρα απ’ αυτό, είχαμε και μια φιλία. Είχα συγκλονιστεί όταν το έμαθα. Ήμουν στην προπόνηση με το Αιγάλεω, ο Γιάννης ήταν στον Ακράτητο. Δεν μου το είπαν αμέσως γιατί ήξεραν τη σχέση που έχουμε. Ο γενικός αρχηγός ήρθε και μου είπε ότι πέθανε ο Γιάννης. Με τον Κυράστα ήταν αργότερα.

Με τον Γιάννη στεναχωρηθήκαμε όλοι. Πήγαμε στην κηδεία με τον Μιχαλόπουλο τον Ανδρέα. Κι αυτός συγχωρέθηκε. Εφυγαν νέοι. Ήμασταν αδέλφια».

Μια ωραία ιστορία μπορείτε να θυμηθείτε με τους φίλους σας;

«Ήμασταν στη σχολή προπονητών. Ο Παθιακάκης είχε κάνει εγχείρηση στην καρδιά κι ακόμη ήταν με τα σύρματα στο στήθος. Και έπαιζε ποδοβόλεϊ, δεν άκουγε κανέναν. Πήρε κι ένα πούρο. Ρε, ξέρεις τι είναι να είσαι ανοιχτός, με τα σύρματα, και να παίζεις μπάλα; Μου είχε κάνει εντύπωση.

Με τον Κυράστα ήμασταν μαζί από 18 ετών, με τον κύριο Γιάννη Κόλλια. Αυτός ήταν εξαιρετικός, είχε μία βάση γιατί είχε πάει στις σχολές της Αγγλίας. Τον Γιαννάκη τον αγαπούσαν όλοι γιατί ήταν τσαχπίνης. Στην Εθνική είχαμε τότε τρεις Ερασιτέχνες: Τον Κυράστα, τον Λιβαθινό και τον Καρούλια. Εμείς ήμασταν Επαγγελματίες κι αυτοί ήταν οι Ερασιτέχνες που θα γίνονταν Επαγγελματίες. Ο Καρούλιας έφυγε από την ΑΕΚ, πήγε στον Απόλλωνα ως επαγγελματίας και από εκεί τον πήρε ο Παναθηναϊκός. Εξαιρετικά παιδιά. Όλοι ήταν παιδιά… κάτσε καλά. Σαργκάνης, Φοιρός…». 

«Ο Κόλλιας μας έδωσε κύβο ζάχαρης για να μας ντοπάρει, εγώ έφερα τη ‘ζώνη’ στην Ελλάδα» 
Αλλη ιστορία; 

«Με τον Γιάννη τον Κυράστα είχαμε πάει στη Σουηδία. Και πηγαίναμε και καλά, φτάσαμε μέχρι τα ημιτελικά με τη Γιουγκοσλαβία, στα τελικά του Κυπέλλου Νέων. Τότε ο Γιάννης είχε κάνει φοβερά ματς, ο Αρδίζογλου τους περνούσε όλους σαν μαρούλια. Ο Αναστασιάδης, ο Μαύρος, ο Φοιρός… Και θυμάμαι τον Κόλλια σε ένα ματς που ήθελε να μας “ντοπάρει”. Μας έδινε αυτές τις τετράγωνες ζάχαρες και μας έλεγε “μη το πείτε πουθενά”. Νομίζαμε ότι πήραμε τίποτα… Ελεγα στον Κυράστα: “Κανονικά τώρα δεν θα περνάει κανένας από δίπλα σου”. Δεν είχαμε ξαναδεί τετράγωνη ζάχαρη. Γλείφαμε εκεί, ήταν γλυκό. Αθώα πράγματα. Κοιτάξτε όμως τι σκέφτηκε ο άνθρωπος και πώς μας έφτιαξε. Ξέρετε πώς μπήκαμε μέσα στο ματς; Δεν τους βλέπαμε τους Ισπανούς 

Τι καλά περάσαμε στη Σουηδία… Το Μάλμε είναι απέναντι από την Κοπεγχάγη. Οι Σουηδοί τους Δανούς τους έλεγαν ‘σεξουάλες’, οι ταινίες πορνό ήταν από την Δανία τότε». 

Και ωραίες γυναίκες.

«Ναι ρε… Εμείς κάναμε προπονήσεις δίπλα σε ένα κολλέγιο και έρχονταν τα κορίτσια για να τους υπογράψουμε. Αθώα πράγματα. Στη Σουηδία υπήρχε το 1972 σεξουαλική αγωγή, στα σχολεία έλεγαν στα παιδιά τα πάντα για να ξέρουν. Δεν ήταν κομπλεξικοί σαν εμάς εδώ. Μας ζητούσαν να υπογράψουμε πάνω τους και δεν το έβλεπαν πονηρά. Είχαν παιδεία. Εγώ είχα πει παλιά: Τα παιδιά που βγαίνουν από το εξατάξιο σχολείο τι αγωγή έχουν; Μηδέν. Ελεγα να τους κάνουν οδηγική αγωγή, διατροφική αγωγή. Παλιά για γλυκό ξέρετε τι τρώγαμε; Ψωμί με ζάχαρη. Όλα τα λιπαρά τα τρώγαμε, αλλά δεν ήξεραν. Γίνεται στο σχολείο να έχουν τσιπς; Φάε τοστ με γαλοπούλα. Σεξουαλική αγωγή; Στα αγόρια θα μιλάνε οι άντρες, στα κορίτσια οι γυναίκες. Να μην ξέρει ένας άντρας να κάνει έρωτα σε μια γυναίκα και να πηγαίνει να την σκοτώνει; Αυτό θέλω να πω.

Είχα χειρουργηθεί το 1997 στη μέση, είχα κάνει δισκοκήλη και για έναν μήνα ήμουν παράλυτος. Από την κωλομπάλα και επειδή ήμουν θηρίο, δεν καθόμουν στον κώλο μου. Είχα κάνει την επέμβαση λοιπόν, αλλά είχα ακόμη κάτι ενοχλήσεις. Ετσι, κατέβηκα στην Αθήνα, στον Καρβουνίδη. Είχε ένα κέντρο για αποκατάσταση στο ΟΑΚΑ κοντά. Εκείνος είχε αναλάβει τον Νικολαΐδη, τον Κεντέρη, την Θάνου. Εκεί ήταν ένας Ελληνας γιατρός που ήταν στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.

Ο Κεντέρης είχε ένα πόδι λίγο πιο κοντό κι αυτός του το διόρθωσε το θέμα. Από εκεί έβγαζε τραυματισμούς. Εκεί, μου είπε αυτός ότι στη Μάντσεστερ την πρώτη εξέταση που κάνουν πρώτα απ’ όλα είναι το πελματογράφημα. “Όλοι έχουν κάποιο πρόβλημα και έτσι εμείς βγάζουμε έναν ειδικό πάτο πάνω στο πέλμα του. Μ’ αυτόν τον τρόπο πετυχαίνουμε καλύτερη απόδοση του αθλητή γιατί έχει το τέλειο πάτημα”, μου είπε. Τέλος πάντων, του ζήτησα να κάνει και σε μένα πελματογράφημα, γιατί είχα “φάει” όλα τα παπούτσια. Εκεί είδε το πρόβλημά μου και μου έβγαλε ειδικούς πάτους και γλίτωσα. Ίσιωσε το πόδι μου, μου έφυγαν οι πόνοι. Εχοντας αυτήν τη γνώση την πέρασα στους δικούς μου παίκτες, στο Αιγάλεω. Τους έλεγα για πελματογράφημα και με κοιτούσαν σαν χαζοί. Ελεγαν: “Τι είναι αυτός ο μαλάκας”. Κατ’ αρχάς δεν ήξεραν τότε το πώς να γυμναστούν. Εγώ είχα το team system. Τους έλεγχα μέσω του υπολογιστή. Είχα 2-3 παίκτες που ήταν φαντάροι. Περπατούσαν και ανέβαζαν 160 παλμούς. Αν έτρεχαν, θα ανέβαζαν 200 παλμούς. Αν τους έβαζα να τρέξουν θα τους “έκαιγα”. Εγώ γιατί τους “έτρωγα” όλους; Χρησιμοποιούσα την τεχνολογία και είχα τις γνώσεις. Εγώ έφερα τη ζώνη. Το 1993 έπαιζα ζώνη στην Σκύδρα. Ο κόσμος τότε δεν ήξερε. Όταν τους μαθαίνεις όμως, το πιστεύουν και είναι πολύ εύκολο. 

Μου έλεγαν: “Πώς θα παίξουμε ζώνη, έχουμε αργούς παίκτες”. Απαντούσα: “Άν με τους γρήγορους επιτρέπεται, με τους αργούς επιβάλλεται”. Πες ότι έχεις αργούς παίκτες και αντίπαλος είναι ένας γρήγορος, θα του βάλεις man to man; Το έχασες. Θα κάνεις άμυνα χώρου με βοήθειες. Η ζώνη είναι το καλύτερο man to man στο χώρο ευθύνης σου. Τώρα παίζουν άμυνα χώρου στα στημένα, στα κόρνερ, το έκανα αυτό το 2006 εγώ, πριν από 16 χρόνια. Ήμασταν στη σχολή τότε και είχαμε κάτι Ολλανδούς. Τους έλεγα ότι την επόμενη δεκαετία θα εναλλάσσουμε τακτικές μέσα στο παιχνίδι. Εκεί που παίζουν 4-4-2, αλλάζουν σε 4-3-3. Ετσι δημιουργούνται οι χώροι. Το ποδόσφαιρο δανείζεται τακτικές και στοιχεία από το μπάσκετ». 

«Σ’ ένα Άρης-ΠΑΟΚ στο μπάσκετ, οι ΠΑΟΚτσήδες φώναζαν “οφσάιντ”» 
Μπάσκετ παίζατε; 

«Πολύ, μπασκετικός είμαι. Εγώ έβλεπα μπάσκετ σε ανοιχτά γήπεδα. Στο γήπεδα της ΧΑΝΘ και μετά έγινε το Παλέ Ντε Σπορ. Εχω τύχει σε παιχνίδια Άρης – ΠΑΟΚ και οι ΠΑΟΚτσήδες φώναζαν οφσάιντ. Ο Γκάλης ήταν μια ιστορία μόνος του, ρε. Ήταν πολύ φιλικός, έπαιζε τάβλι με τον Μιχαλίτσο. Ο Γκάλης ήταν χαλαρός στην προσωπική του ζωή και τυπικός μέσα στο γήπεδο. Ευτυχώς που τον ζήσαμε τον Νικ.

Ο Αρης έπαιζε Πέμπτη. Όταν έπαιζε ο Άρης, ήταν όλα νεκρά, δεν το έχω ξαναδεί αυτό το πράγμα. Ο Άρης έχει κόσμο. Παλιά είχε γίνει ένα γκάλοπ και η μέτρηση αυτή έδειξε ότι υπάρχουν 850.000 Αρειανοί. Οι περισσότεροι έγιναν από τον Γκάλη. Τώρα, το ποδοσφαιρικό τμήμα της ομάδας είναι ένα θαύμα. Άρης δεν γίνεσαι για τους τίτλους. “Γίνε Άρης να γουστάρεις”, λένε. Κι έτσι είναι. Ο Άρης είναι φαινόμενο. Εχει 52 χρόνια να πάρει Κύπελλο. Κύπελλο που μπορεί να το πάρει κι η κουτσή Μαρία».

«Δεν ήθελα να πάω στο Αιγάλεω, η γυναίκα μου έκλαιγε» 
Πάμε στο κεφάλαιο «Αιγάλεω». Πώς πήγατε; 

«Ημουν στη σχολή προπονητών το 1999. Ο Θωμάς εμένα με παρακολουθούσε τρία χρόνια. Απ’ όταν ήμουν σε Σκύδρα και Βέροια. Με Παθιακάκη και Κυράστα σας είπα τι σχέση είχαμε, ήταν πολύ φίλοι με τον Μητρόπουλο. Ο Θωμάς ήταν ένας άνθρωπος που μ’ αυτόν που θα μιλούσε ήξερε εκ των προτέρων ποιος είναι. Για μένα ήταν ευλογία και ευτυχία που τον γνώρισα. Δεν τον ήξερα πιο πριν. Πρέπει να είχε πάρει 20 τηλέφωνα στις σχολές για να με αφήσουν να πάω. Εγώ δεν ήθελα να πάω. Ετσι, με πήραν τα συγχωρεμένα τα παιδιά, ο Παθιακάκης κι ο Κυράστας και μου είπαν: “Πήγαινε ρε μαλάκα να μιλήσεις κι αν θες, μην κλείσεις”. Ετσι πήγα και έκανα το ραντεβού με τον Θωμά». 

Πού συναντηθήκατε; 

«Στο γραφείο του. Στο δρόμο η γυναίκα μου έκλαιγε. “Πού θα πας; Τι θα κάνεις”; Τέτοια μου έλεγε. Δεν ήθελε να πάω στην Αθήνα, οικονομικά ήμουν καλά».

Πώς θυμάστε την πρώτη σας κουβέντα; 

«Χαιρετηθήκαμε. Μπαίνοντας στο γραφείο του είδα να περιμένουν να τον δουν πολλοί. Κατάλαβα αμέσως ότι είναι ένας σημαντικός άνθρωπος του ποδοσφαίρου. Εγώ δεν περίμενα, με πήραν και με πήγαν κατευθείαν στο γραφείο του. Μόλις τον συνάντησα μου λέει: “Εσύ είσαι ο Χατζάρας;” και γω του είπα: “Ναι, εσύ είσαι ο Θωμάς”; Ήταν ο άνθρωπος που τότε έλεγαν ότι εξουσίαζε το ποδόσφαιρο και ‘γω δεν ήξερα τίποτα. Εννοώ ότι δεν ήξερα ποιος ήταν. Νόμιζα ότι έχω απέναντί μου ένα νερόφιδο και όλοι έλεγαν ότι είναι κόμπρα.

Τον ρώτησα τι ήθελε από μένα και μου είπε: “Θέλω να μου κάνεις ομάδα, θέλω έναν νέο προπονητή να παίζει ζώνη”. Ήξερα για μένα. Του ζήτησα κάποια χρήματα και έβγαλε και μου τα έδωσε». 

Πόσα ήταν τα λεφτά; 

«Μου έδωσε προκαταβολή 5.000.000 δραχμές. Δεν ήξερα τι να κάνω, δεν ήθελα να πάω, αφού για κουβέντα είχα πάει. Είχαμε συμφωνήσει για 30.000.000 δραχμές και 1.500.000 δραχμές για τον γυμναστή. Μου τα έδωσε. Δεν είχαμε μιλήσει ούτε για μπάτζετ, για τίποτα. Η Β’ Εθνική τότε είχε καλές ομάδες. Του λέω: “Και άμα πέσουμε”; Μου λέει “πώς θα πέσουμε”; Μου είπε “να μου κάνεις ομάδα θέλω και τη δεύτερη χρονιά θα βγούμε”. Είχε τότε 40 παίκτες. Εκανα το ξεσκαρτάρισμα μόνος μου, γιατί ακόμα κι ο γυμναστής που θα ερχόταν είχε τον πατέρα του ετοιμοθάνατο και δεν ήρθε. Επέστρεψα και το 1.500.000 δραχμές. Τέλος πάντων, έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μας. Το γήπεδο ήταν… αρχαίο, είχε ταρακουνηθεί και από το σεισμό. Φοβόμασταν να μπούμε μέσα και έπρεπε να γίνουν κάποιες εργασίες. Και σιγά σιγά κάναμε ομάδα». 

  «Τον Αγρίτη μας τον πρότεινε στο Αιγάλεω ο Παπουτσέλης» 
Πώς θυμάσαι τις πρώτες σου επιλογές σου στο Αιγάλεω; Όταν έπρεπε να φτιάξεις το ρόστερ. Να πάρεις παίκτες, να διώξεις… 

«Ήταν όλοι ένας κι ένας. Είχαμε φοβερό δίκτυο σε όλη την Ελλάδα, χωρίς μανατζαρέους. Ο Θωμάς ήταν πανέξυπνος άνθρωπος. Είχε ανθρώπους παντού και όπου έβλεπαν καλούς παίκτες, τον έπαιρναν τηλέφωνο. Οι πληροφορίες έσκαγαν συνέχεια και τις αξιολογούσαμε. Βλέπαμε έναν παίκτη δυο και τρεις φορές κι αν μας έκανε τον παίρναμε. Βέβαια έχασα και μερικούς καλούς παίκτες. Ήμουν φίλος με τον Παθιακάκη και μου τους πήρε αυτός. Ήταν ένας από εδώ, από τη Νάουσα. Ο άλλος ήταν ο Δάρλας. Έπαιζε στο Αγρίνιο, ήταν πιτσιρίκι τότε. Εμείς είχαμε συμφωνήσει για πιο λίγα χρήματα. Πήγε ο Παναθηναϊκός και έδωσε περισσότερα και τον πήρε. Ώσπου να καταλάβουμε τι γινόταν, μας είχαν αρπάξει 2-3». 

Τι παίκτες πήρατε με αυτόν τον τρόπο; 

«Τον Αγρίτη. Από τη Μυτιλήνη. Πού να τον ξέραμε τον Αγρίτη από τη Μυτιλήνη;

Μας τον είχε πει ο διαιτητής ο Παπουτσέλης. Εμείς κάναμε πράγματα που άλλοι για να τα έκαναν, θα έπρεπε να δαπανήσουν πολλά χρήματα. Κατάλαβες πια είναι η μαγκιά; Για να κάνεις σκάουτινγκ, πρέπει να στήσεις ένα οργανωμένο δίκτυο. Δεν παίζονταν παιχνίδια τοπικά; Εγώ τον Πετρόπουλο τον πήρα 16 χρονών, από το Φάληρο. Είχε έρθει με τον πατέρα του και του είπα: “Άσε τον πατέρα σου. Τώρα ο πατέρας σου είμαι εγώ”. Είχα πει στον Μπάρκογλου, ή στον Αλεξόπουλο δεν θυμάμαι, να τον έχουν από κοντά. Έτσι κάναμε με τα νέα παιδιά. Τους δίναμε κάποιον μεγαλύτερο να είναι κοντά τους. Ωραίο κλίμα είχαμε τότε. Γι’ αυτό και το Αιγάλεω πήγε καλά. Κάποια πράγματα δεν ήταν τυχαία».

Ο Θωμάς ήλεγχε τελικά τους διαιτητές ή όχι; 

«Αυτό που έκανε ήταν να τους ρωτάει για παίκτες». 

«Εκανα μια ήττα και μου έλεγαν: “Καλά ρε μαλ@@α, έχασες με τον Θωμά;”» 
Αυτό που είχε ειπωθεί, το “να κερδίζει ο Ολυμπιακός και το Αιγάλεω, όλοι οι άλλοι να πάνε να γαμ@@@@ν”, αδικεί θεωρείς την προσπάθεια της ομάδας που είχες φτιάξει εσύ; 

«Βέβαια την αδικεί. Κι εγώ το έφερνα βάρος στη συνείδησή μου. Έκανα μια ήττα και μου έλεγαν: “Καλά ρε μαλ@@α, έχασες με τον Θωμά;”. Έφερνα ισοπαλία και μου έλεγαν: “Καλά ρε μαλ@@α, έφερες ισοπαλία με τον Θωμά;”. Κέρδιζα και έλεγαν: “Έλα ρε μαλ@@α, ήταν ο Θωμάς”. Καταλάβατε; Επικρατούσε μια τέτοια κατάσταση. Ό,τι αποτέλεσμα κι αν έφερνα. Δεν θα ξεχάσω. Την πρώτη χρονιά που ήμασταν στην Α’ Εθνική, έκανα νίκη στη 10η αγωνιστική. Ήμασταν τόσο άτυχοι. Στα πρώτα έξι παιχνίδια, τα πρώτα τέσσερα ήταν εκτός έδρας και έπαιζα με όλους τους μεγάλους. Μέσα είχα Ολυμπιακό και Άρη. Λέω του Θωμά: “Αν πάρουμε ένα “X” θα είμαστε εντάξει. Πήραμε τελικά όντως ένα “X” με τον Άρη του Κοντομηνά. 

Φανταστείτε ότι έπαιζα με ΠΑΟΚ, Ηρακλή και ΑΕΚ έξω, Παναχαϊκή έξω. Και μέσα είχα Άρη και Ολυμπιακό. Και ήταν πρωτάθλημα 14 ομάδων! Του έκανα πλάκα και του έλεγα: “Ωραίο πρόγραμμα μου έδωσες πρωτάρης που είμαι. Ωραία προίκα μου έδωσες. Η Ναόμι Κάμπελ να είμαι, δεν παντρεύομαι”. Είχα εν τω μεταξύ κάτι τερματοφύλακες, τη βάζανε τη μπάλα μέσα μόνοι τους. Είχα έναν Ρίζο και έναν Συμεωνίδη. Καλό παιδί ο Γιάννης, αλλά δεν την είχε την Α’ ρε, τρόμαξε. Είχε απέναντί του Τζόρτζεβιτς, Νικολαΐδη… Άστο. Τα παιδιά αυτά ήταν να πάνε στην Τούμπα και ήταν ενθουσιασμένα. Δεν είχαν πάει εκεί ούτε ως φίλαθλοι. Θα την έβλεπαν για πρώτη φορά. Τα έβλεπαν μεγαλοποιημένα. Μου έλεγε ο Αγρίτης: “Κύριε Γιώργο, δεν είναι και τίποτα”. Και του έλεγα: “Ε τίποτα δεν είναι ρε Ανέστη”. Έπαιρναν μετά το θάρρος. Αφού να φανταστείτε κάναμε την πρώτη νίκη με τον Εθνικό Αστέρα μέσα στον Κορυδαλλό, με 1-0. Εκεί παίζαμε. Είχε τον Αλέφαντο ο Εθνικός Αστέρας. Είχαν ένα αρχηγό που τον έλεγαν Λαγό. Τότε στις συνεντεύξεις Τύπου, έφερναν και τους αρχηγούς. Δεν είχε έρθει ο Αλέφαντος κι εμένα πώς μου ήρθε εκείνη την ώρα και είπα: “Επιτέλους και η δική μας σκύλα έφερε λαγό”. Δηλαδή εννοούσα ότι κερδίσαμε. Και ήταν δίπλα μου το παιδί που λεγόταν Λαγός (γέλια). Εγώ το είπα ρε παιδί μου ασυναίσθητα. Μετά πήραμε μπρος και κάναμε την πορεία μας».

«Ο Χλωρός είχε 2,5 γκολ και του λέω: “Ξέρεις τι ωραίο μπακ γίνεσαι;”»
Θυμάστε να μας πείτε καμιά ωραία ιστορία με τους παίκτες σας;

«Ο πιο πλακατζής ήταν ο Χλωρός. Όλα τα παιδιά ήταν εξαιρετικοί παίκτες και χαρακτήρες. Και δέχονταν τα πειράγματα, πείραζαν κι εμένα. Εγώ τους έδινα ρόλους. Τους έλεγα ότι “εγώ είμαι ο σκηνοθέτης κι σας δίνω ρόλους”. Τον Χλωρό τον έλεγα “αλοκοκλέφτη” γιατί ήταν πειραχτήρι. Τον Παπουτσή τον έλεγα “σιδερά”, ότι θα έφτιαχνε τα πέταλα των αλόγων. Τον Σκοπελίτη τον έλεγα “σερίφη”. Γενικά όλοι είχαν τον ρόλο τους. Ο Αλεξόπουλος ήταν ο “Ρομπέν των Δασών”, αυτός που ήταν για όλους τους αδικημένους. Έπαιρνε πάνω του το δίκιο για όλους. Τους πείραζα και δέχονταν όλοι τα πειράγματα. Κι εμένα με πείραζαν. Έτσι πρέπει να συμβαίνει σε μια οικογένεια. Ο πιο πλακατζής λοιπόν ήταν ο Χλωρός. Είχα πάει να δω τον τελικό Μίλαν – Μπαρτσελόνα το 1994. Εγώ είχα σχέσεις τότε με τη Μίλαν. Μπήκα μέσα και είδα πώς λειτουργούσαν. Έβαζαν microchips στα πόδια τους, σε τρεις θέσεις: Άμυνα, κέντρο και επίθεση. Για να δουν την ποιότητα των μέτρων που έκαναν, για να δουν πόσα μέτρα έκαναν, τις ταχύτητές τους. Και ανάλογα με όλα αυτά να έβγαζαν προπονητικές μονάδες. Το είχα πει στους παίκτες μου για το πόσο προχωρημένοι είναι. Ο Χλωρός το έβαλε στο μυαλό του και την επόμενη μέρα στην προπόνηση μου ήρθε με το πόδι δεμένο με σελοτέιπ. Του λέω: “Τι είναι αυτό ρε;”. Μου λέει: “Έβαλα στο πόδι microchips κ. Γιώργο για να με μετρήσεις” (γέλια). Απίστευτος! Στη Β’ Εθνική τον έβαζα στην επίθεση και δεν είχε βάλει γκολ. Του λέω μια μέρα: “Να σου πω, ξέρεις τι ωραίο μπακ γίνεσαι; Με 2,5 γκολ που πας ρε;”. Τον έβαζα πολλές φορές μπακ για να κάνει άμυνα, για μάθημα. Όλοι φοβεροί χαρακτήρες. Αν αυτά τα παιδιά είχαν άλλη φανέλα, θα ήταν πρωταθλητές. Είχαμε πει ότι οι νόρμες μας θα είναι αυτές. Διαλέγαμε οργανισμούς. Λέγαμε ότι δεν μπορεί να έχει ταχύτητα κάτω από 19 στο αερόβιο. Μια ένδειξη σας λέω. Δεν θα τον παίρναμε. Θα παίρναμε από εκεί και πάνω. Μετά βλέπαμε τις τεχνικές τους ικανότητες ή οτιδήποτε άλλο. Υπήρχαν παίκτες που έρχονταν στην προπόνηση για δοκιμή και δεν μπορούσαν να πιάσουν τη μπάλα από τη γρηγοράδα που είχαν. Αφού ήταν αθλητές. Και είχα κι εγώ μια φιλοσοφία: Καλύτερα να είμαι μέτριος προπονητής και να έχω καλούς οργανισμούς, παρά να συμβαίνει το αντίθετο. Τι να κάνουμε; Τι να το κάνεις αν είσαι φοβερός προπονητής και έχεις μέτριους οργανισμούς».

Για πείτε μας εκείνη την ιστορία με το κεφάλι σας και τον Χλωρό…

«Πάμε να παίξουμε στον Ακράτητο, ήταν προπονητής ο Σταθόπουλος. Εξαιρετικό παιδί. Λέω στον Χλωρό: “Τι να σου πω; Κερδίζουμε, μένω. Χάνουμε, φεύγω. Βάζω το κεφάλι μου εδώ στο κέντρο. Δεν με ενδιαφέρει πώς θα παίξετε. Φέρτε μου το κεφάλι πίσω όταν το τελειώσει το ματς. Και μου το ‘φερε τελικά. Έβαλε και το γκολ. Ανέβηκε στα κάγκελα, στα σύρματα. Ήταν η πρώτη μας νίκη».

«Μάγκες αφήστε τα κινητά. Μετά την προπόνηση ό,τι θέλετε, και σφαλιάρες παίζουμε»
Κι αυτό που μας λέγατε για τον Ποπόφ;

«Ήταν τη δεύτερη φορά που πήγα στο Αιγάλεω. Δεν υπήρχε πειθαρχία. Όταν ο άλλος βλέπει ότι έχεις γνώσεις, κάθεται σούζα. Με προστάτευε και ο Θωμάς. Δεν μπορούσε κανένας παίκτης να πάρει τηλέφωνο τον Θωμά. Αν γινόταν αυτό, αν ο παίκτης μιλάει με τον πρόεδρο, σημαίνει ότι τον προπονητή τον γράφει. Αυτά μου τα έμαθε ο Θωμάς. Μου είχε πει ότι εγώ κάνω κουμάντο. Ήξεραν ότι είχαν να κάνουν μαζί μου. Γι’ αυτό και στις μεγάλες ομάδες είναι δύσκολο το κοουτσάρισμα, όταν μπορεί ένας παίκτης για παράδειγμα να παίρνει 10 εκατ. και ο προπονητής λιγότερα. Δεν ήταν βέβαια ανεξέλεγκτη η δύναμη που μου έδωσε. Κι εγώ ήξερα τι έκανα, δεν έκανα βλακείες. Δεν εκμεταλλεύτηκα την εξουσία που μου είχε δώσει. Θα έρθει η στιγμή που θα θέλεις κάπου να στηριχτείς. Δεν θα δίνεις μεγάλη σημασία σ’ αυτούς που παίζουν. Αυτός που παίζει, και να μην πληρώνεται είναι καυ@@@@ς. Με αυτούς που δεν έπαιζαν, έπρεπε να τα έχεις καλά μαζί τους. Να τους έχεις έτοιμους και να ασχολείσαι μαζί τους περισσότερο. Εγώ τι έκανα; Κάθε Δευτέρα έδινα φιλικό, για να παίξουν αυτοί που δεν έπαιζαν. Δεν πήγαινα να τους κοουτσάρω. Καθόμουν στην κερκίδα για να τους παρακολουθήσω. Δεν αδικούσα κανέναν. Όποιος έπαιζε καλά, θα τον έπαιρνα μαζί μου την επόμενη φορά. Και αν έπαιζε καλά, δεν θα ξανάβγαινε από την ενδεκάδα. Δεν με ενδιέφερε ο άλλος που θα έμενε έξω. Ας προσπαθούσε, να γινόταν καλύτερος και θα ξανάπαιζε. Τους είχα λοιπόν στην τσίτα, να παλεύουν όλοι. Το Αιγάλεω ήταν πρωτοπόρο. Παίζαμε κόντρα στον Παναθηναϊκό. Είχαμε τότε αναλυτή παιχνιδιών, τον είχα πληρώσει εγώ 5 εκατομμύρια δραχμές. Είπα στον Θωμά να μου τα δώσει και τον έφερα από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Έβλεπες για κάθε παίκτη αμυντικές προσπάθειες, επιθετικές προσπάθειες, λάθη, σωστά… Ήξερε ο άλλος ότι μετά το ματς θα υπάρχει ανάλυση. Είχαμε πρόβλεψη τραυματισμών. Είχαμε έναν τέλειο φυσιοθεραπευτή, τον Μηνά Γιώργου. Είχε ένα όργανο, σαν στιλό, τα περνούσε από τους μύες και τα λοιπά κι όπου κοκκίνιζε, σου έλεγε ότι αυτός θέλει δύο μέρες ξεκούραση. Αλλοι αυτό δεν το είχαν. Καταλάβατε πόσο μπροστά ήμασταν; Μιλάμε για πριν από 22 χρόνια. Μου έδινε λεφτά ο Μητρόπουλος. Του έλεγα καλύτερα να μην κάναμε μια μεταγραφή, αλλά να είχαμε τα άλλα που σας λέω. Ήμασταν πιο καλά προπονημένοι από τους άλλους».

Είχατε πόστο και προπονητή και τεχνικού διευθυντή έτσι όπως λειτουργούσατε…

«Ναι, τα πάντα από εμένα περνούσαν. Γι’ αυτό και του έλεγα ότι το πιο δύσκολο είναι να είσαι προπονητής στις χαμηλές κατηγορίες. Γιατί εκεί κάνεις τα πάντα που λέει ο λόγος. Είσαι πρόεδρος, προπονητής, μασέρ, γιατρός, πατέρα, μητέρα, ό,τι θες. Αν πας πιο πάνω, έχεις απλά ένα τηλέφωνο και τι κάνεις; Μιλάς με τους δημοσιογράφους. Εγώ έλεγα: “Μάγκες προπόνηση. Αφήστε κινητά. Μετά την προπόνηση πάρτε τα και κάντε ό,τι θέλετε. Αν χτυπήσει κινητό στην προπόνηση, θα το πάρω και θα το πετάξω. Έχουμε τη δουλειά μας. Μετά τη δουλειά ό,τι θέλετε, και σφαλιάρες παίζουμε”».

«Το 2009 έπαθα κατάθλιψη. Εκεί που χτυπούσε το τηλέφωνό μου συνέχεια, ξαφνικά δεν με έπαιρνε ούτε η γυναίκα μου» 
Θέλετε να μας μιλήσετε για την περιπέτεια με την υγεία σας; 

«Έπαθα κατάθλιψη το 2009. Τράβηξα του Χριστού τα Πάθη. Είχα βγει στη σύνταξη από τη ΔΕΗ. Εκείνη τη χρονιά δεν πήρα ομάδα Α’ Εθνικής. Είχα μια πρόταση, αλλά δεν πήγα. Κι εκεί που το τηλέφωνό μου χτυπούσε 24 ώρες το 24ωρο, ξαφνικά δεν με έπαιρνε ούτε η γυναίκα μου που λέει ο λόγος. Είμαι εδώ, στη Βέροια, και ήταν κάποιοι, ξέρετε, ζηλόφθονες, που μου έλεγαν: “Τι έγινε; Δεν θα δουλέψεις πουθενά;”. Με πείραξε πολύ. Έπαθα κατάθλιψη. Κατάθλιψη παθαίνουν οι ευαίσθητοι. Ευτυχώς γλίτωσα, δεν πήρα ούτε ένα ψυχοφάρμακο. Με έπαιρναν τηλέφωνο μετά οι ομάδες και φοβόμουν να ταξιδέψω. Δεν κοιμόμουν επί τρεις μήνες. Φοβόμουν να καθίσω από σκέπαστρο. Είχα χάσει 21 κιλά, δεν έτρωγα. Φοβίες τρελές. Έπαιρνα το τζιπ. Είχα ένα Wrangler, είχα κι ένα μπουλντόγκ. Έπαιρνα το αμάξι και τον σκύλο και πήγαινα και καθόμουν εκεί (δείχνει μια πλατεία στη Βέροια). Ούτε σπίτι πήγαινα. Με γλίτωσε ένας ομοιοπαθητικός. Έκανα ομοιοπαθητική και γλίτωσα. Ούτε ψυχοφάρμακα, ούτε… ναρκωτικά ούτε τίποτα. Ομοιοπαθητική. Στα καλά καθούμενα ρευόμουν. Ήταν ψυχολογικό. Δεν μπορούσα να καθίσω να πιω ένα καφέ. Έλεγα μέσα μου: “Θεέ μου, να κοιμηθώ πέντε λεπτά”». 

Πώς σας βοήθησε η ομοιοπαθητική; 

«Ιατρική είναι. Ακούστε να δείτε: Όλος ο κόσμος είμαστε τέσσερα μιάσματα. Το συφιλιτικό, το συκωτικό, το ψωριακό και το φυματικό. Κάποιος από τους προγόνους σου είχε αυτό κι εσύ έχεις το μίασμα. Το ψωριακό είναι το πιο αρχαίο, γιατί ο άνθρωπος ζούσε στις σπηλιές. Τρίχες είχε για να προστατεύεται από τα ζώα. Το φυματικό το είχαν αυτοί που αντιμετώπιζαν φυματίωση, από την πείνα. Ο πατέρας μου εμένα ήταν φυματικός και είχα το μίασμά του. Αυτό όταν πιεστεί, από το στρες… Εγώ σήκωνα για παράδειγμα 500 κιλά στρες. 500 και ένα έπεσα. Επειδή είμαι φυματικό μίασμα, μου έβγαλε ορισμένα στοιχεία. Μου έβγαζε φοβία για παράδειγμα. Μου έδωσε λοιπόν φώσφορο και έγινα καλά. Αν ήσουν ψωριακό μίασμα, δεν θα σου έδινε φώσφορο, όπως έδωσε σ’ εμένα. Είναι γλυκό, σαν σκονάκια. Αυτά δρουν μέσα στον οργανισμό. Είναι σαν ένα χωράφι που έχει αγκάθια, τα παίρνει και τα πετάει». 

Πώς καταλάβατε τι μίασμα είστε; 

«Μιλούσαμε επί 45 λεπτά. Με ρώτησε για την οικογένειά μου, για τις συνήθειές μου, για το φαγητό που μου αρέσει, για το πώς κοιμάμαι το βράδυ, για το αν μου αρέσει το κρύο ή το ζεστό. Για το αν μου αρέσουν οι σοκολάτες. Αν γνώριζα εξ’ αρχής, θα γλίτωνα και ποδοσφαιριστές. Είχα παίκτες γηπεδοφοβικούς. Θα τους γλίτωνα. Έκαναν παπάδες στις προπονήσεις και μόλις έβλεπαν κόσμο στα παιχνίδια… Είχα έναν παίκτη στον Άρη. Ήταν γηπεδοφοβικός. Θα του έδινα ένα χαπάκι και δεν θα είχε πρόβλημα. Η κόρη μου ήθελε να δώσει μια παράσταση στον Λυκαβηττό. Ανέβαινε ψηλά και πάθαινε υψοφοβία. Μίλησε με τον ομοιοπαθητικό, της έδωσε κάτι και ήταν μια χαρά. Είχα έναν φίλο που φοβόταν να ανέβει στο ρετιρέ με το ασανσέρ. Είναι τόσο απλό. Με ένα ευρώ που έδωσε έφυγε κάθε φόβος. Η ομοιοπαθητική σου ισορροπεί όλο τον οργανισμό και φεύγουν όλα. Εγώ είχα και ψωρίαση. Το έβγαλα με τον Άρη. Όλο μου το κορμί, από το στρες. Και μου είπε ο ομοιοπαθητικός πως ήμουν τυχερός που βγήκε αυτό, γιατί αν δεν γινόταν αυτό, θα “έφευγα” με κανένα εγκεφαλικό, κανένα καρκίνο. Όπως σας τα λέω». 

«Πέθαινα κάθε μέρα, κάθε λεπτό. Δεν είχα πού να ακουμπήσω» 
Πόσο καιρό κράτησε η περιπέτειά σας; 

«Τρεις μήνες που υπέφερα. Θα πέθαινα παιδιά… Ένας φίλος που είχε ρευματοειδή αρθρίτιδα, στράβωναν τα πόδια του, γλίτωσε από την ομοιοπαθητική. Αυτός με έστειλε κι εμένα στον ομοιοπαθητικό. Όταν μου το είπε, η πρώτη μου αντίδραση ήταν αρνητική. Αφού ρε παιδιά φοβόμουν να μπω στο ιατρείο. Εδώ στην πόλη νόμιζαν ότι έχω καρκίνο, είχα χάσει 21 κιλά. Μέσα σε 1,5 – 2 μήνες, αφού πήγα στον ομοιοπαθητικό, πάτησα ξανά στα πόδια μου. Από τότε μέχρι σήμερα έχω σώσει πολύ κόσμο. Γυναίκες, άνδρες. Δεν μιλάμε για χειρουργεία».

Βλέπουμε ότι έχετε και κάποια τατουάζ στα χέρια σας. Τι συμβολίζουν; 

«Εγώ είμαι αλανάκι, είμαι δερβίσης. Δεν είμαι κανένας μαλ@@@ς. Και αλητάκι ήμουν και καλό παιδί. Εδώ έχω την ημερομηνία 17/11/14. Τότε έκανα χειρουργείο καρδιάς, 6,5 ώρες. Δύο bypass. Θα πέθαινα. Εδώ 9/4/15, τότε που έχασα τη σκύλα μου. Εδώ έχω τα τέσσερα “Α” της ζωής μου, την οικογένειά μου. Αθηνά, Απόστολος, Αναστασία, Αριάννα. Η Αριάννα ήταν η σκύλα μου, το μπουλντόγκ Κι από εδώ έχω, μάνα – πατέρα που έχασα». 

Είχατε μεγάλη αγάπη στη σκύλα σας… 

«Κάθε μέρα περνάω, της τραγουδάω και φεύγω. Από το 2015 κάθε μέρα. Πόσο είναι; Επτά χρόνια. Περνάω με το αμάξι. Αριαννούλα μου, αγάπη μου… Μαζί κοιμόμασταν». 

Το μπλουζάκι το γαλάζιο που φοράτε τι είναι; Αιγάλεω; (γέλια) 

«Μου αρέσουν αυτά τα χρώματα». 

Σας σημάδεψαν αυτά τα χρώματα; 

«Το Αιγάλεω το έχω σαν το μικρό μου παιδί. Σαν ένα παιδί που το μεγάλωσα. Αλλά και πάλι, το παιδί σου πώς το βλέπεις; Μικρό, παιδί, λατρεία. Στο Αιγάλεω τρία άτομα είναι: Ζαμπέτας, Μητρόπουλοι και Χατζάρας. Εγώ ήμουν ξένος, αλλά αισθάνομαι σαν Αιγαλεώτης. Είμαι Θεσσαλονικιός, αλλά αισθάνομαι πιο Αιγαλεώτης από τους Αιγαλεώτες». 

Είστε Αρειανός; 

«Ναι, γεννήθηκα Άρης. Στο επάγγελμά μας αν λειτουργήσεις επαγγελματικά, την πληρώνεις. Κάνεις λάθη. Να το έχεις το συναίσθημα, αλλά να μην είναι πρωτεύον». 

Όταν πάθατε κατάθλιψη, πώς το βίωσε η οικογένειά σας; 

«Προσπάθησαν να με στηρίξουν και να με βοηθήσουν, αλλά δεν ήξεραν. Είχαν να αντιμετωπίσουν κάτι το οποίο δεν το ήξεραν. Πήγαινα στο σπίτι και με έπνιγε. Κατά τις 03.00-04.00 σηκωνόμουν κι έφευγα. Έβαζα τη βερμούδα μου και έφευγα. Η γυναίκα μου νόμιζε ότι είχα καμιά γκόμενα και πήγαινα σ’ αυτήν. Με έπνιγε το σπίτι. Παιδιά, να μην τα αισθανθείτε ποτέ αυτά! Δεν έβγαινε η φωνή μου από τον φόβο. Να πάω να κάνω μπάνιο; Τι μπάνιο ρε; Το νερό το φοβόμουν. Ήμουν aτρόμητος. Και 60.000 κόσμο να είχε το γήπεδο, να ήταν απέναντί μου, στα αρχ@@@α μου. Εγώ έκανα πλάκα και έλεγα: “Παιδιά, έχει άλλους 60.000; Μετά φοβόμουν τα πάντα! Πού να καθίσω κάτω από τέντες; Έπαιρνα το τζιπ και πήγαινα στα βουνά. Ή σε θάλασσα. Να μην έχω τίποτα από πάνω μου. Η Βέροια επειδή έχει πολλά μιάσματα φυματικά, έχει πολλά ζαχαροπλαστεία. Στο φυματικό μίασμα αρέσει το γλυκό».   

Τρεις μήνες λοιπόν πολύ δύσκολοι… 

«Στο 24ωρο δεν είχες κάπου να ακουμπήσεις. Αυτό ήταν 90 μέρες. Ήμουν ένα βήμα πριν από το θάνατο. Έλεγα ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν μια φορά, εγώ πέθαινα κάθε μέρα, κάθε λεπτό. Γίνεται να πεθαίνεις κάθε λεπτό; Έλεγα από μέσα μου: “Γαμ@ τη μπάλα που ασχολήθηκα”. Όλα αυτά φορτώθηκαν πάνω μου και κάποια στιγμή έσκασε». 

Από τότε που το ξεπεράσατε, έχετε μέσα σας τον φόβο μήπως εμφανιστεί και πάλι; 

«Όχι, γιατί ξέρω το δρόμο. Για εμένα ήταν κάτι άγνωστο, δεν ήξερα πώς να το αντιμετωπίσω. Είχα γαμπρό ψυχίατρο. Σκοτώθηκε ο άνθρωπος και άφησε την αδερφή μου με τέσσερα παιδιά, τώρα όλα είναι μορφωμένα, γιατροί, πανάξιοι. Μου έλεγε ο γαμπρός μου: “Γιώργο, στη ζωή σου δεν θα πάρεις ψυχοφάρμακα, εκτός αν έχεις σχιζοφρένεια”. Η σχιζοφρένεια είναι όμως κληρονομική. Δεν το είχα ξεχάσει ποτέ αυτό που μου είπε και ποτέ δεν πήρα ψυχοφάρμακα». 

Πάμε σε κάτι διαφορετικό. Θυμάστε καμιά ωραία ατάκα που είπατε σε κάποιον ποδοσφαιριστή σας; 

«Είχα έναν ποδοσφαιριστή, ο οποίος στην προπόνηση πετούσε. Είχε βάλει τέσσερα γκολ. Τον βάζω στο ματς, τίποτα. Τον βάζω στο επόμενο, τίποτα. Τον φωνάζω και του λέω: “Έλα εδώ ρε. Θα σε φωνάζω ‘ξεγελαστή’. Είναι δυνατόν ρε να τους περνάς όλους στην προπόνηση σαν μαρούλια και στον αγώνα να μην υπάρχεις;”». 

Το ξύλο στην Ξάνθη και οι σαμπάνιες του Πανόπουλου 
Ποιο παιχνίδι δεν θα ξεχάσετε ποτέ σας και γιατί; 

«Είναι αρκετά. Ποτέ δεν ξεχωρίζεις ένα». 

Δεν υπάρχει ένα που ίσως σας έχει μείνει για συναισθηματικούς λόγους; 

«Ημιτελικός Ξάνθη – Άρης. Έχω χάσει 1-2 στο Χαριλάου και η Ξάνθη είναι πολύ καλύτερη ομάδα από εμένα. Έχει τερματίσει 4η. Παίζουμε λοιπόν ημιτελικό στην Ξάνθη. Αυτοί ήταν έτοιμοι για πάρτι, με σαμπάνιες. Θα έπαιζαν στον τελικό με τον Ολυμπιακό. Θα έβγαιναν και Ευρώπη. Ο τελικός ήταν στην Πάτρα και θυμάμαι ότι έκαναν και μανούρα πριν από το μεταξύ μας παιχνίδι, ήθελαν να γίνει ο τελικός στη Θεσσαλία.

Εγώ είχα ομάδα Β’ – Γ’ Εθνικής. Όπως σας το λέω. Τέτοια ήταν η ποιότητά της. Κάθεται ο δεύτερος ημιτελικός 0-2. Προκρίνεται ο Άρης και βγαίνει και Ευρώπη. Δεν γίνεται αυτό. Αυτό το παιχνίδι δεν γίνεται να το ξεχάσω. Από την Καβάλα μέχρι το Χαριλάου μας πήγαν συνοδεία με τα αυτοκίνητα. Στο Χαριλάου είχε μέσα 20.000 κόσμο και άλλοι τόσοι ήταν απέξω. Για να μπω στο Χαριλάου έκανα μισή ώρα. Ο Ολυμπιακός είχε Ζιοβάνι και Καστίγιο κι εγώ είχα Καλλιμάνη και Αμπελά, γ@@@@έ με. Τον Μπενίσκο είχα επίσης. Δεν θα ξεχάσω και τη συνέντευξη Τύπου μετά το 0-2. Έχει μείνει στην ιστορία. Θα τη βρείτε και στο youtube, 20 εκατ. χτυπήματα έχει. Τελειώνει το ματς. 

Οι παίκτες πάνε να πανηγυρίσουν, εγώ πάω να μπω στα αποδυτήρια. Ήταν εκεί κάτι μπράβοι που με προπηλάκισαν. Με έφτυναν. Ανταπέδωσα εγώ, πλακωθήκαμε. Την ώρα εκείνη ήρθαν και οι ποδοσφαιριστές, τους πλάκωσαν κι αυτούς στο ξύλο. Έγινε μέσα το έλα να δεις. Έπρεπε μετά να πάω στη συνέντευξη Τύπου και δεν είχα ρούχα να φορέσω! Μου είχαν σκιστεί πάνω στο ξύλο. Πήγα με παντόφλες, κ@@@@@@νος, αλλά τουμπανιασμένος στο ξύλο.

Η πλάτη μου ήταν και λες και μου είχαν κάνει βεντούζες. Τους λέω στη συνέντευξη Τύπου: “Ακούστε να σας πω. Εγώ είμαι επαγγελματίας προπονητής, υπηρετώ αυτή την ομάδα. Δεν είμαι δημοσιογράφος και δεν κονομάω από τις κατοχυρωμένες δημοσιεύσεις σας”. Αυτοί κάθε πέντε λεπτά έβγαζαν ανακοινώσεις. Πανόπουλος. “Ούτε υπάλληλος της ΒΙΑΜΑΡ AE, ούτε της Skoda Ξάνθη. Και να σας πω και κάτι στο φινάλε; Στη ζωή μου δεν έχω οδηγήσει Skoda, ούτε θα το ήθελα, γιατί είμαι θιασώτης του Golf”. Και φεύγω. Όπως φεύγω, αφήνω τον Κολτσίδα και του όρμησαν. Καθώς βγαίνω, συναντάω τον Πανόπουλο. Μου λέει: “Συγχαρητήρια κ. Χατζάρα”. Και του απάντησα: “Άκου ρε, εγώ δεν είμαι προπονητικός ραγιάς να με εξουσιάζεις εδώ πέρα. Έχεις φέρει δύο νταλίκες σαμπάνιες. Φέρ’ τες στο Χαριλάου. Μετά από ένα χρόνο, είχαν προπονητή τον Λεμονή. Τον διώχνουν και με παίρνει τηλέφωνο ο Πανόπουλος. Δεν ασχολήθηκα καν. Είχα πάει σε εκείνη τη συνέντευξη Τύπου με παντόφλα, σορτσάκι αγωνιστικό και ένα μπλουζάκι που το είχα πάρει εφεδρικό». 

«Δεν μετάνιωσα που δεν πήγα στον Ολυμπιακό» 
Θα μας πείτε την ιστορία με τον Ολυμπιακό και γιατί είπατε «όχι»; 

«Δεν έγινε γιατί ήταν στη μέση της περιόδου. Ήταν Νοέμβριος και το Αιγάλεω τη σεζόν 2002-2003 θα έβγαινε για πρώτη φορά Ευρώπη. Πήραν τον Θωμά. Ο Ολυμπιακός τότε είχε τον Λεμονή και αποκλείστηκε στην Κύπρο από μια ισραηλινή ομάδα (Μακάμπι Χάιφα). Ο Κόκκαλης με αγαπούσε εμένα πολύ. Εβλεπε μια ζωντανή ομάδα». 

Μετανιώσατε που δεν πήγατε στον Ολυμπιακό; 

«Όχι, καλά έκανα και δεν πήγα εκείνη την εποχή. Μετάνιωσα όμως όπως πήγα στον Άρη, γιατί θα μπορούσα να πάω στον Παναθηναϊκό. Τότε (2004) ήταν ο Ζάετς και η μόνη ομάδα που νίκησε τον Παναθηναϊκό ήταν το Αιγάλεω. Είχαν έναν Ισραηλινό, τον Σουμ, με τον οποίο πήραν το νταμπλ. Δεν μπορούσαν να τον διώξουν. Είχαμε μιλήσει με τον Ζάετς στα μέσα της περιόδου, αλλά δεν μπορούσαν να διώξουν τον Σουμ. Κουμάντο τότε έκαναν ο Λιβαθηνός κι ο Ζάετς. Εντάξει, τότε όλοι με γούσταραν. Ήμουν η “καλύτερη γκόμενα”. Και την καλύτερη γκόμενα όλοι τη θέλουν, αλλά ανήκει και σε κάποιον δυνατό. Ετσι, δύσκολα πας να αγγίξεις, δεν πλησιάζεις. Όλοι έβλεπαν ότι έκανα κάτι καλό στο Αιγάλεω, αλλά δεν ήταν γραφτό να χαλάσει η συνεργασία μου με τον Θωμά. Αυτά τα χρόνια που τα βλέπω τώρα ήταν μαγικά όσα ζήσαμε. 

Όταν πεις ΟΦΗ, θα σου έρθει ο Γκέραρντ, αν πεις ΑΕΚ θα σου έρθει ο Μπάγεβιτς, αν πεις Αρης θα σου έρθει ο Φοιρός. Λες Αιγάλεω, τι σου έρχεται; Χατζάρας. Εγώ τώρα ντρέπομαι να πάω στους πάγκους. Δεν θα είμαι ο Χατζάρας. Είναι μεγάλη υπόθεση να ξέρεις πότε θα σταματήσεις. Με πήραν τηλέφωνο αλλά δεν πηγαίνω. Να πάω να κάνω την οργάνωση, ναι να το κάνω. Όμως, να πάω στον πάγκο να φάω τα μπινελίκια, δεν πάω. Πρέπει να είσαι ακμαίος. Δεν θέλω να με δεις γιατί θέλω να με θυμάσαι λιοντάρι. 

Ακούστε να σας πω και κάτι: Δεν μ’ αρέσουν οι ομάδες που δεν έχουν γρατζουνιές, δεν θέλω να τις βλέπω. Ετσι είναι κι οι γυναίκες. Οι τέλειες με απωθούν. Ετσι είναι κι ο άντρας, δεν γίνεται αρσενικό λιοντάρι χωρίς γρατζουνιές που να μην έχει δώσει μάχες. Γίνεται; Όχι, δεν γίνεται. Όσες γρατζουνιές έχεις, τόσα παράσημα έχεις. Δεν μπορούσα να δω τη Μπαρτσελόνα επί Μέσι, Τσάβι… ήταν τέλεια. Δεν μπορώ να δω τη Μάντσεστερ Σίτι, φύγε και εσύ. Ξέρω εκ των προτέρων ότι θα νικήσει 3-0 ή 4-0. Με τσαντίζει κι αυτό. Με απωθεί η τελειότητα, δεν θέλω ρε». 

Υπήρχε έδρα που κωλώσατε; 

«Όχι ρε, δεν κώλωνα». 

Η πιο εχθρική έδρα; 

«Η Τούμπα. Φώναζαν: “Χατζάρα καριόλη σε παίρνει η Τούμπα όλη”. Ως παίκτης έζησα άλλες εποχές. Πετούσαν καυτά νερά, πατάτες με ξυράφια… Εχθρική ήταν κι η έδρα στο Παναθηναϊκός-Άρης». 

Για τη ζωή σας φοβηθήκατε ποτέ; 

«Φοβήθηκα σ’ ένα Κοζάνη – Βέροια. Στο πεντάλεπτο έβγαλαν τα κάγκελα, μπήκαν μέσα 7.000 οπαδοί και είπαν: “Αφήστε τον Χατζάρα και φύγετε”. Επειδή ήμουν δυνατός και δεν τους δώσαμε ένα ματς την προηγούμενη χρονιά, είχαν αντιπαλότητα μαζί μου. Πάντα υπάρχει φόβος. Ο φόβος σε προστατεύει, όπως κι ο πόνος. Αν δεν υπήρχε ο πόνος θα πεθαίναμε εύκολα».

Ευχαριστούμε
την Citroen 
για την παραχώρηση
του αυτοκινήτου
C3 Aircross SUV
Art direction: Χρήστος Ζωίδης
Φωτογραφίες: Βασίλης Τσίγκας

Exit mobile version