Η Aρμάνι Μιλάνο έδωσε το όνομα του Τσέζαρε Ρουμπίνι στο παρκέ του γηπέδου της και ο Βασίλης Σκουντής ξετυλίγει το κουβάρι του βίου και την πολιτείας αυτής της εμβληματικής φιγούρας.
Διάβαζα νωρίτερα για την απόφαση της Αρμάνι Μιλάνο να δώσει το όνομα του Τσέζαρε Ρουμπίνι στο παρκέ του Mediolanum Forum και έπαθα μια… ψυχολογία, κατά πως έλεγε και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Μια ψυχολογία που οφείλεται σε δυο λόγους: ο ένας είναι ότι με αυτή την απόφαση τους -κι αφού δεν μπορούσαν να δώσουν σε ολόκληρο το γήπεδο το όνομα του Ρουμπίνι- οι Λομβαρδοί τον τιμούν με έναν εναλλακτικό τρόπο.
Ο δεύτερος έγκειται επί προσωπικού, καθόσον τον “Πατριάρχη” του ιταλικού μπάσκετ που υπήρξε μια εμβληματική φιγούρα του παγκόσμιου αθλητισμού, είχα την ευκαιρία και την τύχη να τον γνωρίσω στα μικράτα μου και υποκλίθηκα μπροστά σε έναν ιεροφάντη όχι μονάχα του μπάσκετ, αλλά και του γουότερ πολο.
Παρεμπιπτόντως με την απόφαση της να δώσει το όνομα του Ρουμπίνι στο παρκέ του σπιτιού της, η Αρμάνι Μιλάνο βαδίζει στα χνάρια των Αμερικανών, που το έχουν πράξει σε πλείστες όσες περιπτώσεις, τιμώντας θρύλους εν ζωή ή μετά θάνατον.
Τα παρκέ στο NCAA και ο Καίσαρ του μπάσκετ
Στο πλαίσιο αυτής της δόκιμης και συνηθισμένης πλέον πρακτικής υπάρχουν, μεταξύ άλλων, το “Nellie e John Wooden Court” στις εγκαταστάσεις του UCLA, to “Coach K Court” (Ντιουκ), το “Roy Williams Court in the Dean Smith Center”{ (Νορθ Καρολάινα), το “Billy Donovan Court” (Φλόριντα), το “Lute and Bobbi Olson Court” (Αριζόνα) το “John Thompson Court” (Τζορτζτάουν) το “Bob McKillop Court” (Ντέιβιντσον) και πάει λέγοντας.
Το λύσαμε αυτό, πάει να πει ότι αυτή η τιμή δεν επιδαψιλεύεται για πρώτη φορά.
Όμως ποιος ήταν ο Ρουμπίνι και για ποιο λόγο την Κυριακή, στην πρεμιέρα του ιταλικού πρωταθλήματος κόντρα στην Μπρέσια, οι παίκτες του Ετορε Μεσίνα θα πατήσουν σε ένα παρκέ με ονοματεπώνυμο;
Ο Καίσαρ (Cesare) του ιταλικού μπάσκετ που γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1923 και έφυγε από τη ζωή στις 8 Φεβρουαρίου του 2011 ήταν και θα παραμείνεις εις τους αιώνας των αιώνων αυτό που δηλώνει και το επώνυμο του. Ένα ανεκτίμητο ρουμπίνι του ιταλικού αθλητισμού!
Μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες που σημάδεψαν τη μεταπολεμική ιστορία του ευρωπαϊκού αθλητισμού και επιμένω, όχι μονάχα του μπάσκετ.
Τον Ρουμπίνι τον συνάντησα για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1983 στη Λιμόζ, όπου η Εθνική Ιταλίας της οποίας ήταν γενικός αρχηγός (καθ’ οδόν προς το θρόνο του EuroBasket) αντιμετώπισε και την Ελλάδα. Τον συνάντησα και -γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε- ένιωσα γοητεία και δέος!
Τι κάνουν ο Στεφανίδης και ο Γαρύφαλλος;
Με την περιέργεια ενός εικοσάχρονου, ο οποίος κάλυπτε πρώτη φορά μια μεγάλη διοργάνωση, το πρώτο πράγμα που έκανα όταν συναντούσα κάποιον ήταν να κοιτάξω (άλλοτε διακριτικά, άλλοτε όχι) τι έγραφε η κάρτα της διαπίστευσής του.
Ο Ρουμπίνι λόγω του αρχοντικού στιλ, του σεβασμού που ενέπνεε και της (όχι απλώς αστικής, αλλά) αριστοκρατικής ευγένειάς του, με σήμα κατατεθέν το φουλάρι το οποίο δεν αποχωριζόταν ποτέ, μου έκανε εντύπωση από την πρώτη κιόλας μέρα. Έμαθα κιόλας περί τίνος πρόκειται, οπλίστηκα με θάρρος και ένα πρωινό τον… ξεμονάχιασα για μια συνέντευξη στο σαλόνι του ξενοδοχείου “Novotel”, όπου είχαν καταλύσει όλες οι αποστολές.
Εκείνη την εποχή οι νεαροί δημοσιογράφοι ήμασταν λίγο πιο ντροπαλοί από τους σημερινούς που μπαίνουν στο κουρμπέτι! Ο Ρουμπίνι το κατάλαβε και προτού αρχίσω τις ερωτήσεις που είχα στο μυαλό μου, απορρόφησε την αμηχανία μου, ρωτώντας με τι κάνουν οι Έλληνες φίλοι του και κυρίως ο Μίμης Στεφανίδης από το μπάσκετ και ο Αντρέας Γαρύφαλλος από το γουότερ πόλο.
“Δώσ’ τους, σε παρακαλώ, πολλά χαιρετίσματα και μια μεγάλη αγκαλιά” μου είπε.
Ε, αυτό ήταν: λύθηκα, άφησα πίσω μου την ντροπαλοσύνη και έκανα τη δουλίτσα μου, όπως την έκανε κι αυτός με μεγάλη επιτυχία, καθώς η Ιταλία αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης διά πυρός και σιδήρου, συμπεριλαμβανομένης και της ομηρικής γρονθοπατινάδας στον αγώνα με τη Γιουγκοσλαβία, όταν ο Ρουμπίνι μπήκε στη μέση για να αποσοβήσει τα χειρότερα, βλέποντας τον Γκρμπόβιτς να παίρνει από το φορητό φαρμακείο το ψαλίδι και να ορμάει για να ξεκοιλιάσει τον Βεκιάτο!
Ο Aναγεννησιακός “Homo Universalis”
Ο Ρουμπίνι ήταν για την Ιταλία ό,τι για την Ελλάδα ο Φαίδων Ματθαίου: ένας “Πατριάρχης” του μπάσκετ, ένας εραστής των σπορ, ένας “Ηomo Universalis”, όπως τον όρισαν (στη λατινική γλώσσα) οι Ιταλοί την περίοδο της Αναγέννησης, χαρακτηρίζοντας με αυτόν τον όρο τις πολυσχιδείς προσωπικότητες που συμπύκνωναν γνώσεις και δεξιότητες πολλών διαφορετικών επιστημών και τεχνών και μπορούσαν να είναι ταυτόχρονα ζωγράφοι, γλύπτες, συγγραφείς, αστρονόμοι, αρχιτέκτονες και πάει λέγοντας.
Τώρα που το σκέπτομαι καλύτερα, συνειδητοποιώ ότι η αντιπαραβολή του συχωρεμένου του Ρουμπίνι με τον κατά έναν χρόνο νεότερό του Ματθαίου αδικεί τον Φαίδωνα, που έφυγε από τη ζωή επτά μήνες αργότερα (17 Σεπτεμβρίου 2011) και εκτός από το μπάσκετ, διακόνησε επίσης την υδατοσφαίριση (όπως και ο Τσέζαρε), την κωπηλασία, το πινγκ πονγκ, το βόλεϊ, το τένις, τη σκοποβολή και την ξιφασκία.
Ο Ματθαίου κατάφερε να συμμετάσχει σε Ολυμπιακούς Αγώνες με δυο διαφορετικά σπορ: το 1948 στο Λονδίνο ως κωπηλάτης και το 1952 στο Ελσίνκι ως μπασκετμπολίστας, θέμα για το οποίο διατυπώνονται ακόμη ενστάσεις, αλλά αυτά τα ήξερε καλύτερα και τα έγραψε κιόλας σε βιβλίο ο Πέτρος Λινάρδος.
Αντίπαλος με τον Ματθαίου
Στο Λονδίνο έμελλε να διασταυρωθούν για πρώτη φορά οι δρόμοι τους, καθώς τότε ο Ρουμπίνι ήταν το πιο λαμπρό αστέρι της Εθνικής ομάδας υδατοσφαίρισης της Ιταλίας (του περιβόητου “Settebello”), την οποία οδήγησε στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου!
Επτά χρόνια αργότερα -κι αφού είχαν μεσολαβήσει οι αναμετρήσεις τους με τις εθνικές ομάδες μπάσκετ- ο Ρουμπίνι και ο Ματθαίου ξανασυναντήθηκαν ως αντίπαλοι στο ιταλικό πρωτάθλημα: τότε ο Τσέζαρε ήταν ακόμη παίκτης και συνάμα προπονητής της Ολίμπια Μιλάνο, ενώ ο Φαίδων ακολουθούσε τον (πιονέρο ως εμιγκρέ του ελληνικού μπάσκετ) Αντώνη Φλόκα για να παίξει στη Στορμ Βαρέζε (1955-56) και στην Μπενέλι Πέζαρο (1957-58).
Ο Ρουμπίνι κατέκτησε μετάλλια σε μεγάλες διοργανώσεις ως πολίστας και ως μπασκετμπολίστας, ενώ συνέδεσε όσο κανείς άλλος το όνομά του με την Ολίμπια Μιλάνο και μάλιστα σε μια εποχή που αυτή η ομάδα εθεωρείτο δικαίως η Γιουβέντους του μπάσκετ και (στην κορύφωση της αυταρέσκειάς τους) κάτι ακόμη πιο μεγαλοπρεπές και μεγαλομανές…
Η 24η ομάδα του ΝΒΑ
Επί των ημερών του, πρώτα η Ολίμπια και εν συνεχεία η “Squadra Azzurra” κατήγαγαν τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ιστορίας τους και το ιταλικό μπάσκετ αναρριχήθηκε και εδραιώθηκε στην κορυφή, σε εθνικό και κυρίως σε συλλογικό επίπεδο.
Η ευφυΐα του, η αγάπη του για τα σπορ και κυρίως η ξεχωριστή αθλητική κουλτούρα του έγιναν η προίκα και τα ισχυρά θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε το μπάσκετ της Bel Paese, σε μια εποχή (μεγάλης διάρκειας μάλιστα), που εμείς τους βλέπαμε με το κιάλι και δεν τολμούσαμε όχι μονάχα να τους απειλήσουμε, αλλά ούτε καν να τους ακουμπήσουμε!
Βάραγε κιόλας με τους αγκώνες του ο Ντίνο Μενεγκίν κι ούτε που κοιτάγαμε να τους πλησιάσουμε!
Ο διπολισμός και η κλοπή από το ΝΒΑ
Ο ρόλος του Ρουμπίνι στα δρώμενα του μπάσκετ και του γουότερ πόλο υπήρξε όντως καθοριστικός, γι’ αυτό άλλωστε έτυχε της υψίστης τιμής να συμπεριληφθεί (το 1994) στο “Hall of Fame” του Σπρίνγκφιλντ, αλλά και στο “Ηall of Fame” της υδατοσφαίρισης!
Πέρα από το γεγονός ότι σάλπισε την αντεπίθεση των ιταλικών ομάδων κόντρα στον διπολισμό των Σοβιετικών και της Ρεάλ Μαδρίτης, πιστώθηκε επίσης (ως προπονητής και ως μάνατζερ της Ολίμπια) μερικούς από τους κορυφαίους Αμερικανούς παίκτες που πάτησαν το πόδι τους στην Ευρώπη.
Το μεγαλύτερο “colpo grosso” του “πατερούλη” του ιταλικού μπάσκετ ήταν η αρπαγή του (μετέπειτα δις πρωταθλητή με τους Νικς, γερουσιαστή και υποψηφίου για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές του 2000) Μπιλ Μπράντλι, ο οποίος μετά την αποφοίτησή του από το Πρίνστον, έκανε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην Οξφόρδη και πείσθηκε από τον Ρουμπίνι να πηγαινοέρχεται στο Μιλάνο!
Δικαιώθηκε πανηγυρικά γι’ αυτή την επιλογή του, καθώς ο «Dollar Bill» οδήγησε τα “Scarpette Rosse” (κόκκινα παπούτσια) στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Final 4 του 1966 που διεξήχθη στο Μιλάνο και στην Μπολόνια, με τη συμμετοχή και της ΑΕΚ, στο “κύκνειο άσμα” του Γιώργου Μόσχου.
Παρεμπιπτόντως ο γεννημένος το 1943 Μπράντλι επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα όταν ακόμη ήταν ξένοιαστο νιάτο, πήγε με τους φίλους του στην Ίο και μετά από χρόνια αγόρασε ένα σπίτι στο νησί, το οποίο επισκέπτεται σχεδόν κάθε καλοκαίρι!
Ε, πήρε τότε το κολάι η Ολίμπια Μιλάνο και τo 1984 «έκλεψε» από τους Γουόριορς τον Τζόε Μπάρι Κάρολ, Νο 1 του ντραφτ του 1980!
Οι 28 ήττες σε 350 αγώνες και η περιβόητη ζώνη “Αετός”
Ως προπονητής της Ολίμπια, ο “πατέρας του ιταλικού μπάσκετ” πέτυχε ένα τρομακτικό ρεκόρ στο ιταλικό πρωτάθλημα: 322 νίκες και μόλις 28 ήττες!
Εκτός από τα ρεκόρ, τους τίτλους (10 πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο Ιταλίας, ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών και δύο Κύπελλα Κυπελλούχων Ευρώπης), ο Ρουμπίνι επηρέασε θεαματικά και με πρωτοποριακές μεθόδους την εξέλιξη του ευρωπαϊκού μπάσκετ σε επίπεδο τακτικής.
Ήταν εκείνος ο οποίος κατέστησε σε ιερό και όσιο της Ολίμπια την περιβόητη άμυνα ζώνης 1-3-1, την επονομαζόμενη “aquila” (αετός), που έγινε η… μέγγενη όλων των ευρωπαϊκών ομάδων και το ιστορικό κληροδότημά του από γενιά σε γενιά. Εκείνος τη λάνσαρε και ο Νταν Πίτερσον την ανήγαγε σε επιστήμη στα 70s και στα 80s.
Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ο Ρουμπίνι έτρωγε τα… μουστάκια του με μερικούς άλλους “Tιτάνες” των πάγκων και κυρίως με τον συμπατριώτη του Τζιανκάρλο Πρίμο, τον Ρώσο Αλεξάντερ Γκομέλσκι, τον Σέρβο «προφέσορα» Άτσα Νίκολιτς και τον Ισπανό Πέδρο Φεράντιθ.
Η βεράντα και ο “Κούκλος”
Ειδικώς οι αναμετρήσεις του Τσέζαρε με τον Φεράντιθ υπήρξαν μνημειώδεις, καθώς όπως αποκάλυψε ύστερα από πολλά χρόνια ο Ισπανός, τις παραμονές των αγώνων τους έδιναν μάχη για το ποιος θα προλάβει να επηρεάσει τους διαιτητές!
Όπως αποκάλυψε ο Φεράντιθ, “τότε οι διαιτητές έβγαιναν για καφέ στη βεράντα του ξενοδοχείου κι όποιος από τους δυο μας ξυπνούσε πρώτος, ορμούσε πάνω τους για να εξασφαλίσει την εύνοιά τους. Το πρόβλημα ήταν ποιος θα ξυπνήσει πρώτος, γιατί συχνά το προηγούμενο βράδυ ξενυχτούσαμε μαζί στα εστιατόρια και τα καμπαρέ, είτε στο Μιλάνο είτε στη Μαδρίτη”.
Στην Ελλάδα ο Ρουμπίνι είχε μπόλικους φίλους: τον Φαίδωνα Ματθαίου, τον Κώστα Μουρούζη, τον Κώστα Δήμου, μα πρώτα και πάνω απ’ όλους τον Μίμη Στεφανίδη, που υπήρξε ένα από τα αγαπημένα του παιδιά στην Ολίμπια (τότε Μπορλέτι).
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 ο “Kούκλος”, όντας ο ηγέτης της “χρυσής πεντάδας” του Πανελληνίου και της Εθνικής ομάδας, άφησε την Ελλάδα και μετακόμισε στο Μιλάνο (ως προπομπός του Καλαϊτζή, του Σιγάλα, του Φώτση, του Μπουρούση, του Τσιάρα και του Αθηναίου) όπου ο Τσέζαρε ήταν παράλληλα παίκτης και προπονητής.
Ο Στεφανίδης έγραψε Ιστορία, καθώς υπήρξε ο πρώτος ξένος παίκτης στην ιστορία της θρυλικής ομάδας, η οποία (επειδή εκείνη την εποχή δεν είχαν καθιερωθεί ακόμη τα Κύπελλα Ευρώπης) τον εντόπισε με το scouting του Σάντρο Γκάμπα και του Σάντρο Ριμινούτσι στους Μεσογειακούς Αγώνες του 1955 στη Βαρκελώνη! Στην Ολίμπια ο Στεφανίδης έπαιξε τη σεζόν 1955-56, ενώ παρέμεινε άλλη μία χρονιά στην Ιταλία αγωνιζόμενος με τη Ρέγερ της Βενετίας.
Από το 1979 έως το 2002 ο Ρουμπίνι διετέλεσε πρόεδρος του Παγκοσμίου Συνδέσμου Προπονητών (WABC), ενώ σε όλη την καριέρα του έδινε έμφαση στα περίφημα «fundamentals»: στην αξία των βασικών του μπάσκετ, που είναι η σωστή εκμάθηση και η συστηματική άσκηση των παικτών στην πάσα, στην ντρίμπλα και στο σουτ, ενώ θεωρούσε ως βασικούς πυλώνες λειτουργίας και επιτυχίας μιας ομάδας την πειθαρχία, τη σωστή χημεία, τη συλλογικότητα και την ικανότητα των παικτών της να διαβάζουν τις φάσεις και να προσαρμόζονται αναλόγως.
Αυτά και άλλα πολλά ανέλυσε σε μια μνημειώδη ομιλία του πριν από κάμποσα χρόνια στο «Ίδρυμα Φεράντιθ» στο Αλκομπέντας της Μαδρίτης, όπου ήταν προσκεκλημένος του παλιού άσπονδου φίλου του….
Απλώς τότε δεν υπήρχε λόγος, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος να ξυπνήσουν πρωί για να… πιάσουν τους διαιτητές, όπως τα παλιά ένδοξα χρόνια τους!
Το φουλάρι, ο Τζαμπάρ και τα κόκκινα παπούτσια
Βεβαίως “ο άνθρωπος με το φουλάρι” (κατά το “ο κύριος με το καφέ κοστούμι”, όπως ήταν το παρατσούκλι του τετράκις πρωταθλητή του NCAA με το Κεντάκι, Αντολφ Ραπ) έβαλε το δακτυλάκι του ή μάλλον την σαν κουπί χερούκλα του και στην ιστορία με τα κόκκινα παπούτσια που έγιναν κιόλας το παρατσούκλι των Λομβαρδών.
Σε μια εποχή κατά την οποία όλες οι ομάδες στην Ευρώπη φορούσαν τα κλασικά άσπρα πάνινα και μάλιστα κοντά (και όχι μποτάκια) παπούτσια, αίφνης οι λεγάμενοι έσκασαν μύτη με τα κόκκινα, που ταίριαζαν απολύτως με το χρώμα της φανέλας τους.
Η εικόνα μιας ομάδας που φορούσε κόκκινα παπούτσια στη δεκαετία του ’50 συνιστούσε όντως ένα πολιτισμικό σοκ και όπως είπε κάποτε ο Σάντρο Γκάμπα, “αυτή η καινοτομία ήταν σαν να ερχόταν ξαφνικά να παίξει μαζί μας ο Τζαμπάρ”!
Εκείνη την εποχή στην προεδρία της ιταλικής ομάδας, που μετονομάσθηκε από Borletti σε Simmenthal (εταιρεία κατεψυγμένων κρεάτων) βρισκόταν ο Αντόλφο Μπογκοντσέλι, ο οποίος μάλιστα είχε ιδρύσει την ομάδα το 1936, ενώ ο Ρουμπίνι ήταν παίκτης (1948-1957) και στο καπάκι έγινε προπονητής (1957-1973).
Δεδομένου ότι το Μιλάνο θεωρείται ανέκαθεν η πρωτεύουσα και το διαχρονικό κέντρο της μόδας, η ιδέα του θεωρήθηκε μεν ρηξικέλευθη, αλλά συνάμα σχολιάσθηκε και ως… αντιπατριωτική διότι όλες οι ιταλικές ομάδες φορούσαν παπούτσια της τορινέζικης μάρκας Superga!
Τα 200 ζευγάρια και οι κάλτσες που έφταναν μέχρι τα γόνατα
Τα συγκεκριμένα παπούτσια με το βαθύ κόκκινο χρώμα ήταν μάρκας Converse παραγγέλθηκαν μέσω ενός αμερικανικού κολεγίου και κόστισαν έναν σκασμό λεφτά!
Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και για να μη χάσει την προβολή της, η Superga έσπευσε αμέσως να κατασκευάσει διακόσια ζευγάρια τα οποία διέθεσε κατ’ αποκλειστικότητα στους παίκτες της Σίμενταλ, μεταξύ αυτών και στον Στεφανίδη!
Κάποια στιγμή τα διακόσια κόκκινα ζευγάρια παπούτσια που έβγαλε εκτάκτως στην κυκλοφορία η Superga εξαντλήθηκαν και αναγκαστικά οι Μιλανέζοι απευθύνθηκαν και πάλι στην αμερικανική αγορά. Μαζί με τα παπούτσια μάλιστα παρήγγειλαν και ριγέ (κόκκινες-άσπρες) κάλτσες που έφταναν έως το γόνατο και όπως σχολιάζει ο Γκάμπα, “ήμασταν η καλύτερη ομάδα της Ιταλίας, αλλά και η πιο καλοντυμένη”.
Η μόδα των “scarpette rosse” κράτησε έως το 1973, όταν η Ολύμπια Μιλάνο άλλαξε σπόνσορα και από Simmenthal μετονομάστηκε σε Innocenti, μια εταιρεία που παρήγαγε τις κλασικές ιταλικές βέσπες.
Τότε η “Γιουβέντους του μπάσκετ” εγκατέλειψε τις κόκκινες εμφανίσεις και φόρεσε μπλε, αλλά τα κόκκινα παπούτσια έστω κι αν έμειναν για κάποια χρόνια στο ράφι (προτού ξαναγίνουν μόδα στην υπόδηση), διαιωνίζονται ως ένα ανεξίτηλο κομμάτι της ιστορικής μπασκετικής μνήμης.
Αυτά τα κόκκινα παπούτσια που ξαναφοριούνται συχνά θα πατάνε από τη Δευτέρα στο παρκέ Τσέζαρε Ρουμπίνι!