Ο Νίκος Παπαδογιάννης επιχειρεί τον απολογισμό μίας αποκαρδιωτικής βραδιάς και εύχεται να ξαναβρούμε τη χαμένη μας ταπεινοφροσύνη.
Όσοι βλέπουν για πρώτη φορά καμήλα, είτε στην έρημο είτε στις καμηλοδρομίες που στο Άμπου Ντάμπι αποτελούν εθνικό σπορ, σκέφτονται πάντοτε το ίδιο πράγμα. Η καμήλα είναι το πιο άσχημο ζωντανό στον πλανήτη, επειδή μοιάζει σαν να είναι συναρμολογημένο από αχρησιμοποίητα κομμάτια άλλων ζώων. Είναι σαν άλογο που σχεδιάστηκε από επιτροπή εμπειρογνωμόνων.
Ε, κάπως έτσι εμφανίστηκαν απόψε οι δύο ομαδάρες που φτιάχτηκαν με πακτωλό χρημάτων για να κατακτήσουν το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Ξεχαρβαλωμένες και ατσούμπαλες, σαν να τις αποτελούσαν παίκτες που δεν είχαν ξαναπαίξει ποτέ μαζί και δεν γνώριζαν ο ένας το όνομα του άλλου.
Απέναντί τους παρατάχθηκαν δύο κανονικές ομαδάρες, με ανάγλυφη στο κορμί τους τη σφραγίδα του προπονητή, με βλέμματα που γυάλιζαν, με άρτια αγωνιστική και πνευματική προετοιμασία και με την αύρα δύο ανθρώπων που τις καμηλοδρομίες τις έχουν φάει με το κουτάλι.
Μετρήστε πόσες ήττες έχουν γνωρίσει σε φάιναλ-φορ ο Σπανούλης και ο Σάρας τον καιρό που έπαιζαν μπάσκετ (μαζί ή χώρια), προσθέστε τα εύσημα που κόλλησαν τις νύχτες που όλα τους πήγαιναν στραβά και ελάτε να ζυγίσουμε ξανά τα δεδομένα. Τα 3+1 κύπελλα του Αταμάν και του Μπαρτζώκα έμοιαζαν απόψε με νεκρό γράμμα, οι δε ομάδες τους μία διπλή πετρελαιοκηλίδα στον Περσικό.
Έχω δει προπονητές να απολύονται για πολύ καλύτερες εμφανίσεις και παίκτες να χάνουν ακριβά συμβόλαια για μουντζούρες πιο καλλίγραφες από τις αποψινές του Βεζένκοβ, του Σλούκα και τόσων άλλων. Χωρίς να θέλω να φανώ άδικος προς τους νικητές, διότι ήταν πραγματικά αριστουργήματα αυτά που παρέδωσαν ο Σάρας και ο Μπίλης, οι αποψινές εμφανίσεις του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού ήταν σοκαριστικά κακές.
Τι ακριβώς θα έχουμε να θυμόμαστε από αυτούς τους δύο ημιτελικούς, που υποτίθεται ότι θα δρομολογούσαν τον πρώτο «εμφύλιο» τελικό στα χρονικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών; Τίποτε απολύτως. Οι δύο ομάδες μας δεν απείλησαν ποτέ τον αντίπαλο και δεν διεκδίκησαν καμία νίκη. Μηδέν οξέα και μηδέν λιπαρά.
Ο Παναθηναϊκός αποχώρησε από το παρκέ μόλις έφτασε σε απόσταση αναπνοής, ενώ ο Ολυμπιακός τα παράτησε μόλις μείωσε από το -12 στο -4. Ακούμπησαν τις αδειανές φανέλες στο παρκέ και απαίτησαν από τον αντίπαλο να παραδοθεί. Ω της αλαζονείας και της υπεροψίας. Εκεί που μοιράζαμε με έπαρση τους ρόλους πριν ακόμη ανοίξει η αυλαία, ο ένας να βγει πρωταθλητής και ο άλλος να τα βάλει με τη διαιτησία και με την άδικη κενωνία, λησμονήσαμε ότι στο φάιναλ-φορ η λέξη κλειδί είναι «φορ», four. Δεν παίζουν δύο, αλλά τέσσερις. Και κανένας από αυτούς δεν έφτασε εκεί τυχαία.
Έλεγα και ξανάλεγα όλο το χειμώνα στο Οld School, μάλλιασε η γλώσσα μου από τα λόγια αμφισβήτησης και μπούχτισαν τα αυτιά μου από τις βρισιές που άκουγαν, ότι οι ομάδες μας δεν με πείθουν. Δεν με πείθουν ότι είναι αχτύπητες και γκραν φαβορί, εννοούσα προφανώς.
Και να που η αμφιβολία είχε έρεισμα. Υπέπεσαν, αμφότερες, σε θανάσιμο για τα δεδομένα του ευρωπαϊκού μπάσκετ αμάρτημα: προσπάθησαν να κατακτήσουν το τρόπαιο παίζοντας επίθεση. Το μπάσκετ μπορεί να έχει αλλάξει, αλλά η Ευρώπη δεν είναι Αμερική και ο Μάιος δεν είναι Ιανουάριος. Το τρίποντο δεν θα γίνει ποτέ λεφτά στην τράπεζα.
Η άμυνα του Παναθηναϊκού απέναντι στη Φενέρ, ειδικά στο ξεκίνημα του ημιτελικού όταν μοιράζονται οι ρόλοι, ήταν αστεία κακή. Η άμυνα του Ολυμπιακού απέναντι στη Μονακό, από την αρχή μέχρι το τέλος, ήταν και αστεία και κακή. Στην άλλη άκρη του γηπέδου, ο Μπλοσομγκέιμ και ο Ντιάλο έδιναν την εντύπωση ότι μπορούσαν να αποκρούσουν ακόμα και επίθεση εξωγήινων. Ο Χολ και ο Χέις-Ντέιβις δεν άφηναν να περάσει ούτε κουνούπι με πράσινα φτερά.
Οι Ναν και Βεζένκοβ καυγάδιζαν όλη τη χρονιά για το έπαθλο του MVP, αλλά την κρίσιμη βραδιά είχαν μαζί οι δυό τους 0/11 τρίποντα και μία ασίστ. Οι quarterbacks Σλούκας και Γουόκαπ εξαφανίστηκαν. Οι ψηλοί -πλην του λεοντόκαρδου Λεσόρ- έπαιρναν τη μπάλα με βούτυρο στα χέρια και την εκτόξευαν στους φωτογράφους. Ο Παναθηναϊκός κόλλησε στους 76 πόντους, ο Ολυμπιακός στους 68, έτη φωτός μακριά από τις στρογγυλές 100άρες του χειμώνα. Οι δύο ομάδες είχαν από ενάμιση διακριθέντα και πολλούς λέω.
Και όταν χρειάστηκε τρίποντο για να ξεκολλήσει το κάρο από τη λάσπη, το καλάθι φαινόταν μικρό σαν δαχτυλήθρα. Ο Φουρνιέ μπορεί να έβαλε 4/9 με τακτική «παίξε όπως σε φαντάζομαι», αλλά όλοι οι συμπαίκτες του μαζί σούταραν 1 στα 18, ολογράφως ένα στα δεκαοχτώ. Ο Παναθηναϊκός έμεινε 28 λεπτά χωρίς τρίποντο και εξωράισε το τελικό ποσοστό του (7/17) με κάτι προσευχές του Όσμαν και με δύο τελειωμένα του Χουάντσο όταν οι Τούρκοι πανηγύριζαν.
Οι «πράσινοι» έκαναν μία χλιαρή προσπάθεια να τα ρίξουν στη διαιτησία, αλλά κατάλαβαν και οι ίδιοι τη ματαιότητα και τα παράτησαν. Τα φάουλ που ξαπόστειλαν τον Ναν στον πάγκο, άλλωστε, ήταν όλα σωστά.
Τα κομψοτεχνήματα της στατιστικής ανήκουν όλα στην απέναντι πλευρά. Κάπου ανάμεσα στο «θέλω» και στο «μπορώ», η Φενέρ είχε 17 ασίστ για 9 λάθη, 7 κλεψίματα, 4 τάπες και 10 επιθετικά ριμπάουντ. Κάπου ανάμεσα στο «θα φάτε ξύλο» και στο «δεν σας φοβόμαστε», η Μονακό έγραψε 10 κλεψίματα, +8 στα ριμπάουντ, 21 ασίστ (έναντι 10) και 68 πόντους παθητικό.
Ο Μάικ Τζέιμς απέφυγε τις ενοχλητικές Τζεϊμσιές και, καλύτερος παρά ποτέ, μέτρησε 17 πόντους, 7 ασίστ, 7 ριμπάουντ, 3 κλεψίματα. Ο Ολυμπιακός ήταν μία παρέα από τρομαγμένα περιστέρια, που τρόμαξαν ακόμα περισσότερο όταν αντίκρυσαν τις τρεμάμενες φτερούγες του Βεζένκοβ. Ο Παναθηναϊκός, ένα ανερμάτιστο συνονθύλευμα που έμοιαζε σαν να μην είχε ασχοληθεί καθόλου με τον αντίπαλο.
Ο Σπανούλης και ο Σάρας επέστρεψαν στο ξενοδοχείο με τα βλέμμα της γάτας που έχει μόλις καταβροχθίσει το καναρίνι, ενώ οι δικοί μας στρέφονται εκόντες άκοντες στα μαρμαρένια αλώνια των εγχώριων τελικών, για να αποφασίσουν εκεί ποιος από τους δύο θα μείνει με ολόαδεια χέρια. Ο μοναδικός που φάνηκε να ενοχλήθηκε από την παρακμιακή εικόνα ήταν ο Εβάν Φουρνιέ, ο οποίος έκανε ό,τι περνούσε από το ζεστό χέρι του για να μη βρεθεί στην πλευρά των ηττημένων.
Το γοερό κλάμα του Γάλλου θύμισε Πρέλεβιτς, τότε, στη Ναντ. «Laisse tomber», του έλεγαν τότε οι πατριώτες του Φουρνιέ: «Δεν πειράζει». Έλα όμως που πειράζει και που οι ευκαιρίες είναι σαν τα τρένα που φεύγουν; Ο Μπάνε έβαλε τότε 29 πόντους, ο Φουρνιέ απόψε 31.
Ανακάλυψε τώρα τις νέες AI συσκευές της Lenovo και ζήσε την εμπειρία της κορυφαίας απόδοσης, κάθε στιγμή.